Διαφήμιση
( 0 ψήφοι )

Τι κι αν ζούμε στην κυριαρχία της εικόνας; Γράμματα υπάρχουν γύρω μας παντού, κι όχι μόνο στις σελίδες των βιβλίων, των εφημερίδων, των περιοδικών...

Υπάρχουν στα εισιτήρια του μετρό και στις διαφημιστικές αφίσες, στις πινακίδες των δρόμων και στις επιγραφές των μαγαζιών, στα κρόουλ των τηλεοπτικών ειδήσεων και στους υπότιτλους των ταινιών, στις οθόνες των υπολογιστών και των κινητών μας τηλεφώνων, για να μην αναφερθούμε στους τόνους εγγράφων της δημόσιας διοίκησης... Το θέμα είναι τι είδους γράμματα είναι αυτά. Με τι κανόνες έχουν σχεδιαστεί; Πόσο εύκολα διαβάζονται; Και κατά πόσο αντανακλούν το επίπεδο της μόρφωσης και του αισθητικού μας πολιτισμού;

Μια έκθεση που θα φιλοξενείται από τις 24 Σεπτεμβρίου στο Μουσείο Μπενάκη, στο κτήριο της οδού Πειραιώς, δίνει αφορμή να προβληματιστούμε γύρω από την τέχνη της ελληνικής τυπογραφίας, την παράδοσή της, το σημερινό της πρόσωπο αλλά και το ηλεκτρονικό της μέλλον, αποκαλύπτοντάς μας την πενηντάχρονη περιπέτεια του χαράκτη και ζωγράφου Τάκη Κατσουλίδη μέσα στους δαιδάλους του τυπογραφικού σχεδιασμού.

Στο «Σχέδιο του γράμματος», όπως είναι ο τίτλος της, δανεισμένος από το μοναδικό στη βιβλιογραφία μας έργο του Κατσουλίδη με τα μυστικά της τέχνης του (εκδ. Καστανιώτη), θα παρουσιαστούν οι δέκα ελληνικές γραμματοσειρές που δημιούργησε αυτός ο πολυπράγμων μαθητής του Γιάννη Κεφαλληνού, καθώς και το σύνολο των λευκωμάτων που δημοσίευσε χρησιμοποιώντας κάθε μία από αυτές. Μια πολύτιμη κληρονομιά για τους γραφίστες που πήραν από εκείνον τη σκυτάλη, ανάμεσα στους οποίους και οι δυο επιμελητές της έκθεσης, ο Δημήτρης Αρβανίτης και ο Παναγιώτης Χαρατζόπουλος.

http://s.enet.gr/resources/2010-09/img32-thumb-large.jpg
Οταν ο Τάκης Κατσουλίδης (με τον Γ. Ρίτσο) φιλοτεχνούσε τη γραμματοσειρά «Απολλώνια», αφιέρωνε μέρες για να σχεδιάσει ένα ζ στο χαρτί. Οι σημερινοί γραφίστες, όμως, εκμεταλλεύονται τις άπειρες δυνατότητες των κομπιούτερ

Γλυπτική στο χαρτί

«Γεμάτος εμπειρίες, γνώση και μαστοριά, ο Κατσουλίδης δεν είναι ένας σχεδιαστής αλφαβήτου που μας προτείνει προϊόντα», επισημαίνει ο Αρβανίτης. «Είναι ο ίδιος πολιτισμικό αγαθό. Οι σχεδιαστικές του προτάσεις δεν μεταφέρουν την ιστορική γνώση αντιγράφοντας μονοδιάστατα τους χαρακτήρες και τα σύμβολα. Θα έλεγα ότι λειτουργεί σαν "καθηγητής σωματικής αγωγής" που προσπαθεί να πλάσει το σώμα των γραμμάτων και να κάνει το καθένα από αυτά να κινείται, ν' αναπνέει, να ζει και να δονείται. Οταν δεν τα καλεί να συνταχθούν σε "σώμα", φανερώνουν τη μοναδική εκπαίδευση που τους έχει προσφέρει».

Αμύητοι στους κανόνες της τυπογραφίας, οι περισσότεροι από εμάς δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα σε άλλου τύπου γραμματοσειρές. Οι επαγγελματίες ωστόσο του χώρου, πόσο μάλλον μερακλήδες σαν τον Κατσουλίδη που κάνουν γλυπτική πάνω στο χαρτί, το ξέρουν καλά: και η πιο μικρή παραμόρφωση ενός γράμματος μπορεί να καταστρέψει την καθαρότητα ενός μηνύματος. Κι εξίσου καλά γνωρίζουν ότι η ομορφιά μιας γραφής δεν εξαρτάται μόνο από την ομορφιά των γραμμάτων ως μεμονωμένων συμβόλων αλλά και από την εντύπωση που δίνουν συνολικά.

Γεννημένος στη Μεσσήνη το 1933, ο Τάκης Κατσουλίδης έπιασε να σχεδιάζει γράμματα για ταμπέλες καταστημάτων μαθητής γυμνασίου ακόμη - «για το χαρτζιλίκι μου». Κι αργότερα όμως, φοιτητής στην ΑΣΚΤ, ακολουθώντας την προτροπή του Κεφαλληνού, πάνω στις ταμπέλες κάρφωνε τη ματιά του για να τις συγκρίνει και να εντοπίζει τα λάθη τους. Τις αδυναμίες ωστόσο της ελληνικής τυπογραφίας άρχισε να τις συνειδητοποιεί τα χρόνια του 1960: «Στη Σχολή Δοξιάδη, όποτε έδινα στους μαθητές μου να σχεδιάσουν αφίσες, βάζανε κατά κανόνα λατινικά πεζά γράμματα αντί για ελληνικά. Γιατί; απορούσα. Επειδή είναι πιο ωραία, μου έλεγαν. Και πράγματι, ήταν πιο αρχιτεκτονημένα...».

Αυτές τις αδυναμίες τις συνειδητοποίησε ακόμα καλύτερα στο Παρίσι, ενώ μαθήτευε πλάι στον φημισμένο δημιουργό γραμματοσειρών Φρούντιγκερ στην Ecole Estienne. «Από τότε φιλοδοξούσα να δημιουργήσω ελληνικά αλφάβητα κι εγώ. Ωσπου είκοσι χρόνια αργότερα, αρχές της δεκαετίας του '80, αποφάσισα ότι θα κάνω δυο εκθέσεις ζωγραφικής λιγότερες, αλλά θ' ασχοληθώ επιτέλους με τα γράμματα...» Κι έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια που οδήγησε στην πρώτη του γραμματοσειρά, την «Απολλώνια», που, όπως θα φανεί και στην έκθεση στο Μπενάκη, μόνο απλή δεν ήταν τελικά. Γιατί το ελληνικό αλφάβητο χαρακτηρίζεται από πολλά «παράξενα παιδιά» - το ζ, το ξ, το λ, το φ, το ψ, το ω- που με την επανάληψή τους μέσα στη σελίδα, αν δεν είναι σοφά σχεδιασμένα, εύκολα βλάπτουν την αισθητική και την αναγνωσιμότητα.

Πειραματισμοί στο κομπιούτερ

Σήμερα πια δεν απαιτούνται βδομάδες ολόκληρες για να σχεδιαστεί ένα «ζ» στο χαρτί. Το κομπιούτερ επιτρέπει στον γραφίστα να πειραματιστεί εκ του ασφαλούς με τις καμπύλες και να τεστάρει αμέσως στην οθόνη του και τα πιο εντυπωσιακά οπτικά εφέ. «Αυτό που δεν πρέπει να μας διαφεύγει», λέει ο Κατσουλίδης, «είναι ότι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής δεν είναι παρά ένα εργαλείο με άπειρες δυνατότητες, που μπορεί να ενσαρκώσει μια ιδέα, ένα προσωπικό όραμα, όταν αυτό υπάρχει φυσικά». Κι απ' τη μεριά του, μολονότι αναγνωρίζει ότι η ελληνική τυπογραφία έχει βελτιωθεί, «ένα πολύ αυστηρό μάτι», όπως λέει, «θα έβρισκε άχρηστες για τα δικά μας δεδομένα τις περισσότερες από τις τριακόσιες γραμματοσειρές που βρίσκονται ενσωματωμένες στα κομπιούτερ, στη διάθεση του οποιουδήποτε...»

Ετσι αυστηρός εμφανίζεται ο Δημήτρης Αρβανίτης, μιλώντας γενικότερα για το εγχώριο τυπογραφικό τοπίο: «Παρ' όλες τις εξελίξεις και τις εμπειρίες», υποστηρίζει, «δεν κατορθώσαμε να συγκροτήσουμε ένα πρόσωπο τυπογραφικής εμφάνισης που να μπορεί να δηλώσει ένα ισχυρό παρόν. Εξακολουθούμε να εργαζόμαστε πάνω σ' ένα νέο τυπογραφικό ήθος διαμορφωμένο από την άγνοια και στηριγμένο στην αυθαιρεσία. Η είσοδος της φωτοσύνθεσης έβγαλε έξω από το παιχνίδι σχεδόν στο σύνολό της την επαγγελματική τάξη των τυπογράφων, καταλαμβάνοντας αμαχητί και το τελευταίο οχυρό της τυπογραφίας, αυτό της τέχνης του βιβλίου. Κι ενώ στη συνέχεια οι υπολογιστές οικιακής χρήσης αντικατέστησαν τη γραφομηχανή, δεν μπόρεσαν να προσεγγίσουν τη διαδικασία σύνθεσης και μορφοποίησης τυπογραφικού λόγου. Σήμερα ο καθένας είναι δυνάμει τυπογράφος, αφού ένας φτηνός λέιζερ μπορεί ν' αναπαράγει έντυπα εξυπηρετώντας τις ανάγκες του χρήστη του».

Κάπως έτσι πέρασε στη συλλογική συνείδηση ότι... οι γραμματοσειρές φυτρώνουν στα δέντρα. «Λίγοι αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για προϊόν λογισμικού κώδικα που συνιστά ταυτόχρονα και καλλιτεχνικό δημιούργημα», συμπληρώνει ο Παναγιώτης Χαρατζόπουλος, από τη νεότερη γενιά σχεδιαστών. Οπως εξηγεί, «η τυπογραφία εξελίσσεται παράλληλα με την τεχνολογία. Και δεδομένου ότι το κάθε μέσο υπαγορεύει και το σχεδιασμό της γραμματοσειράς, εκείνες που προορίζονται αποκλειστικά για την οθόνη θα εκφράζουν καλύτερα αυτήν την ιδαιτερότητα. Η αύξηση της ανάλυσης στην οθόνη του κουμπιούτερ, εν τούτοις, μας επιτρέπει να διαβάζουμε καλύτερα όχι μόνο τις απλές γραμματοσειρές αλλά και τις ανισοπαχείς του Κατσουλίδη που καθώς σχεδιάστηκαν για το χαρτί, πάνω σ' αυτό αποδίδουν καλύτερα. Μ' άλλα λόγια, γραμματοσειρές που έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε στα έντυπα, μπορούν κάλλιστα να επιβιώσουν και στο ψηφιακό περιβάλλον».

Ιδρυτικό μέλος της γραφιστικής ομάδας Cannibal, ο Χαρατζόπουλος βρίσκεται συχνά αντιμέτωπος με το εξής παράδοξο. Από τη μια, έλληνες πελάτες, από το χώρο των περιοδικών συνήθως, του ζητούν ένα δικό μας «μπάσταρδο» αλφάβητο που θα μιμείται άκριτα το εγγλέζικο ή το ισπανικό. Κι από την άλλη, ξένοι πελάτες, από πολυεθνικές εταιρείες ή και από πανεπιστημιακά ιδρύματα, του παραγγέλνουν... «εξωτικούς», όπως λέει, ελληνικούς χαρακτήρες σαν αυτούς του 18ου αιώνα! Τα παραπάνω, ωστόσο, είναι ίσως... ψιλά γράμματα μπροστά «στην οπτική ρύπανση που βιώνουμε καθημερινά», αρχής γενομένης «από τις χιλιάδες πινακίδες σήμανσης στους δρόμους, δίχως την παραμικρή τυπογραφική ταυτότητα, που δημιουργούν μιά αίσθηση χάους και ακαταστασίας».

Οπως το θέτει από τη μεριά του ο Δημήτρης Αρβανίτης, «ό,τι γίνεται αντιληπτό από την όραση και εμπεριέχει ένα γράμμα ή χίλιες λέξεις, στοιχειοθετεί την καθημερινή οπτική μας βρώση, αντανακλά τον πολιτισμό μας και φανερώνει το επίπεδο της μόρφωσης και της αστικής μας ευαισθησίας». Για τον γνωστό σχεδιαστή, από τις βασικότερες αιτίες της «βαρβαρότητας» που διαπιστώνει γύρω του είναι «η ελλιπής έως ανύπαρκτη εκπαίδευση στην τυπογραφία, ένα μάθημα υποβαθμισμένο στα ειδικά σχολεία ντιζάιν στον τόπο μας, και η χωρίς εφόδια κάθοδος των νέων επαγγελματιών στην αγορά εργασίας». Γι' άλλη μία φορά παιδεία είναι η λέξη-κλειδί.

 

12/09/2010 - enet.gr

δημοψήφισμα

Νέα επικαιρότητας: Ποιότητα ή ποσότητα;