21 Ιανουαριου 2011
Posted in
Επικαιρότητα
Έκδοση που χαρτογραφεί την έντυπη παραγωγή των τελευταίων τριών δεκαετιών
Να ένα «στερεότυπο» για τη Θεσσαλονίκη που ελάχιστοι γνωρίζουμε. Την πρωτοπορία της πόλης σε θέματα γραφιστικής ή «οπτικής επικοινωνίας» αν θέλετε έναν πιο ακαδημαϊκό όρο. Η Θεσσαλονικιώτικη «σκηνή» του Graphic Design σαρώνει τα τελευταία χρόνια βραβεία και διακρίσεις. Τα έξι από τα εννέα μεγάλα Ελληνικά Βραβεία Γραφιστικής και Εικονογράφησης, τα γνωστά ΕΒΓΕ, έχουν πάρει τον δρόμο για τον Βορρά, ενώ στα ΕΒΓΕ του 2010 οι τρεις σημαντικότερες διακρίσεις πήγαν σε ισάριθμα δημιουργικά γραφεία της πόλης. Το ένα εξ αυτών είναι το δημιουργικό γραφείο Red Creative, «παιδί» των Κώστα Καλογήρου και Σίμου Σαλτιέλ, που συμπλήρωσε είκοσι χρόνια στον χώρο της οπτικής επικοινωνίας. Αντί για πάρτι ή μια μονοσήμαντη έκδοση με δουλειές του γραφείου, οι άνθρωποι της Red Creative προτίμησαν να το γιορτάσουν με όλη την πόλη και με αφορμή αυτήν την επέτειο προχώρησε στη δημιουργία ενός τόμου που θα χαρτογραφεί την έντυπη γραφιστική παραγωγή των τελευταίων τριών δεκαετιών στη Θεσσαλονίκη. Ο τίτλος του: «Θεσσαλονίκη Graphic Design 1980-2009».
Οι πρωτοπόροι
H γραφιστική δεν ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη το 1980. Ούτε κατά οποιονδήποτε τρόπο το ισχυρίζονται οι εμπνευστές της ωραίας αυτής πρωτοβουλίας. Ο Στέργιος Δελιαλής, σχεδιαστής στο επάγγελμα, φυσιογνωμία της πόλης και ιδρυτής του (άστεγου, ακόμα!!!) Μουσείου Design κάνει για λογαριασμό της έκδοσης ένα απολαυστικό μακροβούτι στις πρώτες τυπογραφικές του μνήμες στις εφηβικές και νεανικές βόλτες στο κέντρο της πόλης. Και θυμάται τον Γιάννη Σβορώνο (1919-1987) όταν χάραζε σε πέτρα για τις ετικέτες του Ιωάννου Μπουτάρη Υιός αλλά και για την ποτοποιία Ε. Τσάνταλη. Ή τον Κάρολο Τσίζεκ (γ. 1922), ζωντανό θρύλο της γραφιστικής (και όχι μόνον) Θεσσαλονίκης όταν εγκαινίαζε στα 1957 τη συνεργασία του με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και τον τυπογράφο Νίκο Νικολαΐδη για τις ανάγκες των εκδόσεων της «Διαγωνίου». Αλλά και πιο πίσω, στις εποχές του «Κοχλία», του λογοτεχνικού περιοδικού με τον «απαράμιλλο σχεδιασμό του 1948», όπως λέει ο Στέργιος Δελιαλής.
Πού αποδίδει ο ίδιος την «έφεση» της πόλης στην οπτική επικοινωνία; «Πιθανόν το μέγεθος της πόλης, οι σχέσεις των ανθρώπων –όσο και οι “γνώσεις” ή το “ρίσκο” των σχεδιαστών, η “γνώση” ή το “ρίσκο” των πελατών, η “ευγενής” –ή όχι τόσο– άμιλλα των επαγγελματιών». Αλλά όχι μόνον. Ο Στέργιος Δελιαλής επισημαίνει την ύπαρξη παλιών θεσμών, καλά ριζωμένων στην πολιτιστική και κοινωνική ζωή της πόλης. «Η Διεθνής Εκθεση Θεσσαλονίκης, τα Δημήτρια, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου έδωσαν την ευκαιρία (και όχι μόνο σε Θεσσαλονικιούς) από νωρίς να έχει η πόλη μια πυκνή και συνεχή παρουσία του “κλάδου” σε κάθε μορφή του». Το ίδιο, με άλλα λόγια, είχε πει σε ανύποπτο χρόνο και ο σχεδιαστής Γιάννης Καρλόπουλος. «Στη Θεσσαλονίκη, το κράτος, κυρίως με τη μορφή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τοπικών πολιτιστικών οργανισμών, δίνει δουλειές στα ντόπια γραφεία και με αυτόν τον τρόπο τούς παρέχει ένα βήμα εξέλιξης και αναγνωρισιμότητας. Υπάρχουν κονδύλια που στηρίζουν την αγορά των 15 ή των 20 γραφείων. Στην Αθήνα χάνονται ή τα καρπώνονται μεγάλες διαφημιστικές εταιρείες».
Ο Aγγελος Μπάκας, επιμελητής της έκδοσης, σχεδιαστής και τυπογράφος ο ίδιος και επίσης εμβληματική φυσιογνωμία του «χώρου», εξηγεί στο βιβλίο γιατί το «1980» είναι ούτως ή άλλως ένα σημαντικό ορόσημο για τη γραφιστική. «Ενα μεγάλο μέρος της τεχνολογίας σχεδιασμού και παραγωγής τα χρόνια πριν από το 1980 (1978 για την ακρίβεια) ανήκει σήμερα στην Iστορία». Η δεκαετία του ’80 είναι μια μεταβατική περίοδος πριν από τη σαρωτική επανάσταση των ηλεκτρονικών υπολογιστών στα πρώτα χρόνια του ’90. «Για πρώτη φορά στην ιστορία ο έλεγχος κάθε σταδίου της δουλειάς μέχρι την εκτύπωση περνούσε στα χέρια των γραφιστών», σημειώνει ο Αχιλλέας Μπάκας. Και εστιάζει στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης.
«Από το πρώτο ξεφύλλισμα του βιβλίου αντιλαμβάνεται κανείς ότι η πόλη έχει απολαύσει και απολαμβάνει γραφιστική ασυνήθιστα υψηλής ποιότητας. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, ότι η Θεσσαλονίκη θεωρείται “προχωρημένη” στον τομέα αυτό και ίσως να είναι και σωστό. Η δική μου άποψη είναι ότι αυτό ισχύει, για μια σειρά από λόγους. Η πόλη δεν είναι μεγάλη ούτε μικρή, αλλά χαίρει ενός μεγέθους που επιτρέπει ζυμώσεις. Οι ιδέες στη Θεσσαλονίκη κυκλοφορούν υπόγεια και γρήγορα και όταν τελικά εκφράζονται, εκπλήσσουν με την ποιότητα και το εύρος τους. Δεύτερον, οι δουλειές δεν είναι πολλές κι έτσι μένει πάντα χρόνος για τα προσωπικά projects που λειτουργούν ως σωσίβια στον βάλτο που έχουν καταδικάσει την πόλη όλες οι εξουσίες και τα αντιδραστικότερα στοιχεία μιας κακώς ερμηνευμένης “παράδοσης”. Βοηθάει ακόμη ότι δεν υπάρχουν πολύ ανεπτυγμένες διαφημιστικές εταιρείες στην πόλη, άρα τη γραφιστική παραγωγή την ελέγχουν κυρίως γραφίστες και όχι μαρκετίστες και δημοσιοσχετίστες. Τέλος, σ’ αυτό το μέγεθος πόλης ό, τι γίνεται φαίνεται. Τη δουλειά που κάνω σήμερα δεν την κάνω μόνο για τον πελάτη, αλλά και για τον αντίστοιχο κύκλο μου, όπου και θα φανεί και θα σχολιαστεί. Μικρές ομάδες ατόμων βρίσκονται και δουλεύουν τις ιδέες τους οι οποίες αφορούν άλλες μικρές ομάδες ατόμων. Δεν υπάρχουν σπόνσορες, χρηματοδότες, υφυπουργοί και οι γραμματείς τους να ρίξουν χρήμα (τόσο πολύ χρήμα, τόσο μικρό έργο!) · έτσι ό, τι γίνεται γίνεται με κόπο και πάθος και μοσχοβολάει αυθεντικότητα».
Το πρώτο «ντοκτορά»
Μέσα στη δεκαετία του ’90 επιστρέφει από την Αγγλία ο Κλήμης Μαστορίδης, το πρώτο ελληνικό «ντοκτορά» τυπογραφίας από το κορυφαίο στο συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο Πανεπιστήμιο του Ρίντινγκ. Ανοίγει το εξειδικευμένο βιβλιοπωλείο «Τυποφιλία», βρίσκεται στον πυρήνα των ανθρώπων που φτιάχνουν την ομάδα σχεδιαστών «alterVision», αναλαμβάνει αργότερα τη διοίκηση του Tμήματος Eκδόσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Το 1992 διοργανώνει στη Θεσσαλονίκη το πρώτο συνέδριο τυπογραφίας και οπτικής επικοινωνίας. Εδώ και λίγα χρόνια έχει εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη και συνεχίζει τις δραστηριότητές του μέσω του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας στην Κύπρο. «Δεν θεωρώ ότι έγινε κάτι ιδιαίτερο στη Θεσσαλονίκη πέρα από τα γνωστά. Υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι στην πόλη που λειτούργησαν, σαν κάθε πρωτοπορία, ανιδιοτελώς σε πολλαπλά επίπεδα στον χώρο του ντιζάιν: πρακτική, εκπαίδευση, πειραματισμός. Η θυσία τους βρήκε γόνιμο έδαφος και καλλιεργήθηκε ώς ένα σημείο από τους νέους που ήρθαν από το εξωτερικό, αλλά “τράβηξε” και τους παλιότερους, τους ήδη υπάρχοντες. Αναπτύχθηκε μια κουλτούρα συμμετοχής και προσφοράς πέρα από το επαγγελματικό - εμπορικό κομμάτι (τέτοιου είδους καρπός είναι και το βιβλίο της Red Creative) και αυτός ο πολιτισμός βγήκε προς τα έξω, αναδείχθηκε και διαμόρφωσε μια άλλου είδους αύρα». Ο Αγγελος Μπάκας δηλώνει αισιόδοξος ακόμα και σ’ ένα μάλλον δυσοίωνο περιβάλλον. «Οσα έγιναν δεν έγιναν επειδή υπήρχε ευημερία και ευκολία ούτε επειδή υπήρχε περίσσευμα οικονομικό και ψυχικό. Ετσι, και σ’ αυτήν την περίοδο κρίσης είμαι σίγουρος ότι θα συνεχιστεί η παραγωγή πνευματικής τροφής, οι ζυμώσεις, η διάχυση γνώσης και ιδεών, η εμπνευσμένη πρωτοβουλία. Και στη γραφιστική επίσης».
«Ξαναζούν θεσμοί που χάθηκαν, προϊόντα που ξεχάστηκαν, περιοδικά που έλαμψαν...»
Αν και η εκδοτική ομάδα ξεκαθαρίζει στο εισαγωγικό της σημείωμα ότι το βιβλίο δεν αποτελεί μια πλήρη καταγραφή της γραφιστικής παραγωγής, ούτε ακόμα περισσότερο μια εμπεριστατωμένη ιστορική μελέτη, κρατάμε στα χέρια μας μια αρκετά πυκνή ανθολογία της γραφιστικής σκηνής της Θεσσαλονίκης. Οι εργασίες είναι χωρισμένες ανά δεκαετία με στόχο να αναδειχθούν τόσο οι εκάστοτε επιρροές (εικαστικές, μορφολογικές, σημειολογικές) όσο και οι αισθητικές τάσεις και ρεύματα κάθε εποχής (συμβολισμοί, χρωματισμοί, τυπογραφία κ.λπ.) όπως αποτυπώνονται και διαμορφώνονται μέσα από τον σχεδιασμό αλλά και την εξέλιξη της τεχνολογίας (εξέλιξη σχεδιαστικών προγραμμάτων, νέες τεχνικές εκτύπωσης και παραγωγής κ.λπ.).
Με αυτόν τον τρόπο μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την εξέλιξη του σχεδιασμού χρόνο με το χρόνο σε όλες τις κατηγορίες των σχεδιαστικών εφαρμογών. Ένας δεύτερος διαχωρισμός αφορά σε τρεις γενικές θεματικές ενότητες: Πολιτισμός και διασκέδαση/εκδηλώσεις, Προϊόντα και υπηρεσίες και Εκδόσεις και εφήμερα. Κατηγορία από μόνη της αποτελεί το επικοινωνιακό υλικό του Μουσείου Design της Θεσσαλονίκης, το οποίο παρουσιάζεται ενοποιημένο στο τέλος της τρίτης δεκαετίας, αφενός λόγω του σημαντικού ρόλου του μουσείου ως σημείου αναφοράς για μια πολύπλευρη θεώρηση του σχεδιασμού, αφετέρου λόγω της αδιάσπαστης συνέχειας της οπτικής του γλώσσας.
Eπιμελητής της έκδοσης είναι ο τυπογράφος και σχεδιαστής Aγγελος Μπάκας, ο οποίος αναφέρει σχετικά: «Στις σελίδες του ξαναζούν θεσμοί που χάθηκαν, προϊόντα που ξεχάστηκαν, περιοδικά που έλαμψαν και έσβησαν. Αλλά και δημιουργίες χαραγμένες στην πρόσφατη μνήμη, νέοι θεσμοί, προϊόντα που σήμερα χρησιμοποιούμε ή γνωρίζουμε, περιοδικά που ξεφυλλίζουμε, χώροι που σήμερα απολαμβάνουμε».
16/01/2011 - Δημήτρης Pηγόπουλος / kathimerini.gr
τελευταία άρθρα
- Ασφάλεια των δεδομένων μας: Μια εξαρχής χαμένη υπόθεση...
- Πώς η Tesla επαναστατικοποίησε την ηλεκτροκίνηση
- Terramaster F4-423: Το NAS που θέλει να τα κάνει όλα (και να συμφέρει)
- Synology DS923+
- Συγκριτικό δωρεάν NAS προγραμμάτων 2023
- Windows 11
- Apple M1: Επανάσταση στους επεξεργαστές ή κόλπο του (Apple) marketing;
- USB 4.0 - Το next big thing της πληροφορικής
- Εξηγώντας το SMR σκάνδαλο των κατασκευαστών σκληρών δίσκων
- Συγκριτικό προγραμμάτων NAS, έτος 2020
δημοφιλή άρθρα / νέα
- Οι ελληνικές εφημερίδες στο διαδίκτυο
- Ducky 1008 Black ALPS: Ένα φθηνό gaming keyboard
- Σπάζοντας το WPA/WPA2 ασύρματο δίκτυο σε λίγες ώρες
- Chat Roulette: Νέα μόδα online chat
- Συγκριτικό WinZip vs. WinRar vs. 7-Zip: Ποιο είναι το καλύτερο συμπιεστικό σήμερα;
- Πώς να κάνετε τον υπολογιστή σας γρηγορότερο σε 5'
- ΟΣΕ: Κράτηση εισιτηρίων μέσω διαδικτύου
- Digea: Γιατί η ψηφιακή τηλεόραση δεν έχει την ποιότητα εικόνας που θα θέλαμε;
- Ποια κάρτα γραφικών να αγοράσω;
- Φτηνά laptop: Compaq Presario CQ61 - 410SV