Διαφήμιση
( 0 ψήφοι )

emedia

Η επιχειρηματική συμφωνία, η οποία έφερε την ειδησεογραφική ιστοσελίδα The Huffington Post της Αριάνας Στασινοπούλου-Χάφινγκτον στους κόλπους της America Online (ΑOL), προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Υπογραμμίζει, ωστόσο, την ισχύ και τις δυνατότητες των νέων και ανοιχτών στο κοινό διαδικτυακών ΜΜΕ, καθώς και την αξία του περιεχομένου τους.

Η Huffington Post δημιουργήθηκε πριν από 6 χρόνια –για την ακρίβεια στις 9 Μαΐου 2005, όπως τονίζει στην ιστοσελίδα της. Σε αυτό το βραχύ διάστημα αναρριχήθηκε στη δεύτερη θέση, μετά την ηλεκτρονική έκδοση των ιστορικών New York Times, με κριτήριο την κίνηση των επισκεπτών. Όταν η κ. Στασινοπούλου την εγκαινίασε, προσκάλεσε όλους τους λιγότερο ή περισσότερο διάσημους φίλους και γνωστούς της από την πολιτική, τα ΜΜΕ, τη διανόηση, την τέχνη και τις επιχειρήσεις να γράψουν δωρεάν τη γνώμη τους. Τότε αρκετοί την ειρωνεύτηκαν, θεωρώντας ότι η Huffington Post θα είναι ένα «επιπόλαιο παιχνίδι» για την πλούσια ελίτ. Ωστόσο, με την κατάλληλη οικονομική στήριξη και την έξυπνη εκμετάλλευση των εργαλείων κοινωνικής δικτύωσης (Facebook, Twitter), αναπτύχθηκε και μεγάλωσε. Οσο περισσότερο εδραιωμένοι ήταν οι συγγραφείς που προσέφεραν δωρεάν τα άρθρα τους τόσο περισσότερους συντάκτες προσείλκυε η Huffington Post, όπως αναφέρει ο Μάθιου Ινγκραμ στην GigaOM.com. Σήμερα η Huffington Post φιλοξενεί 6.000 μπλόγκερς, οι οποίοι γράφουν δωρεάν, και απασχολεί 210 συντάκτες. Τα σχόλια εισέρχονται κατά εκατοντάδες, και οι πιο ενεργοί χρήστες επιβραβεύονται ηθικά: με κονκάρδες. «Εχει δημιουργήσει μια κοινότητα πιστών σχολιαστών και αποτελεί μοναδική εταιρεία σε κλίμακα και δυνητική ανάπτυξη, αλλά και ως προς τον βαθμό που ενσωματώνει τα εργαλεία κοινωνικής δικτύωσης», παρατηρεί στους Νew York Times ο αναλυτής της Wedbush Securities, Λου Κέρνερ.

Πέρυσι η Huffington Post είχε 25 εκατομμύρια επισκέπτες, δηλαδή 22% περισσότερους από το 2009, ενώ τα έσοδά της για το 2011 προβλέπεται να φτάσουν τα 50 εκατ. δολάρια.

Οι νεοπαγείς ειδησεογραφικές ιστοσελίδες προσφέρουν απεριόριστο περιεχόμενο στο Διαδίκτυο, ενώ οι παραδοσιακοί όμιλοι των εφημερίδων αγωνίζονται να τις ακολουθήσουν. «Οι New York Times και η News Corporation του Ρούπερτ Μέρντοχ, λόγου χάριν, υιοθετούν διαφορετική προσέγγιση, περιορίζοντας τον σχολιασμό και την πρόσβαση στο περιεχόμενο με την επιβολή συνδρομής, αντιμετωπίζοντας συνειδητά ή υποσυνείδητα το ίντερνετ ως απειλή», παρατηρεί ο Μάθιου Ινγκραμ. Εξαίρεση πιθανώς αποτελεί ο βρετανικός Guardian, με τη διαδικτυακή του στήλη Comment Is Free (μτφρ. «Δωρεάν σχόλιο»).

Ο αναλυτής των ΜΜΕ Κεν Ντόκτορ υπογραμμίζει ότι ο συνδυασμός της AOL και της Huffington Post εκφράζει ξεκάθαρα την αντίθεση μεταξύ των «παραδοσιακών» και των «ηλεκτρονικών» μέσων, τα οποία πιστεύουν ακράδαντα πως η προσφορά δωρεάν περιεχομένου είναι απεριόριστη. Ωστόσο, τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά: Οπως παρατηρεί ο Κλέι Κρίστενσεν, συγγραφέας του βιβλίου «Το δίλημμα του Καινοτόμου», είναι σχεδόν αδύνατον μια εταιρεία με εδραιωμένη παρουσία σε μια αγορά να μετακινηθεί εξίσου επιτυχημένα σε μια διαφορετική –πόσο μάλλον όταν η τελευταία ανταγωνίζεται τις υπάρχουσες δραστηριότητες της πρώτης ή τις «καταβροχθίζει».

 

13/02/2011 - Κατερινα Kαπερναρακου / kathimerini.gr

δημοψήφισμα

Νέα επικαιρότητας: Ποιότητα ή ποσότητα;