Διαφήμιση
( 3 ψήφοι )
Ευρετήριο Άρθρου
Τεχνολογικό χάσμα και ελλειματική ανάπτυξη
- Καινοτομούν οι ελληνικές επιχειρήσεις;
- Τεχνολογικός μετασχηματισμός και διεθνείς άμεσες επενδύσεις
- Οικονομική προσαρμογή και καινοτομία μετά την κρίση
- Χρηματοδοτούμενα έργα έρευνας και αποτελέσματα καινοτομίας
- Ηλεκτρονική διακυβέρνηση
- Ανοιχτό λογισμικό
- Εθνική ερευνητική πολιτική...
- Η δραστηριότητα ευρεσιτεχνιών
- dot-communism
Όλες οι Σελίδες
τεχνολογικό χάσμα
H κρίση στην οποία βρίσκεται σήμερα η ελληνική οικονομία είναι πολλαπλή. Ζούμε κρίση δημοσιονομική, κρίση ανταγωνιστικότητας, κρίση αξιοπιστίας. Μέχρι πρόσφατα και κρίση ηθική και κρίση πολιτικού ευτελισμού. Τελικά, κρίση συνολική. Επίκεντρο του αφιερώματος αυτού είναι η τεχνολογική και καινοτομική ικανότητα της χώρας και η σχέση της με την αναπτυξιακή διαδικασία, δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, με την ικανότητά μας να βελτιώνουμε ως κοινωνία το επίπεδο διαβίωσής μας. Αυτό που γίνεται φανερό στις αναλύσεις που ακολουθούν αφορά την τεράστια υστέρηση της χώρας σε σύγκριση με τις απαιτήσεις της εποχής και τις επιδόσεις άλλων κοινωνιών.

Ωστόσο η υστέρηση στα πεδία της έρευνας, της τεχνολογίας και της καινοτομίας θα ήταν λάθος να ιδωθεί ως ένα τεχνολογικό ή «τεχνοκρατικό» πρόβλημα. Στην ουσία, υποδηλώνει μια υστέρηση στην ικανότητά μας όχι μόνο για παραγωγή νέων μορφών γνώσης, αλλά και για προσαρμογή και αξιοποίηση της γνώσης που παράγουν άλλοι. Επιπλέον, πίσω από τον όρο «γνώσεις» βρίσκονται οι αντιλήψεις, οι θεσμοί, οι μηχανισμοί που κινούν τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, ακόμη και πολιτισμικές λειτουργίες σε μια χώρα. Ετσι, όσα αναλύονται στο αφιέρωμα αυτό για θέματα τεχνολογίας και καινοτομίας μπορούν να ιδωθούν και ως ένα «παράθυρο ανάγνωσης» της ευρύτερης ποιότητας της ανάπτυξης που χαρακτηρίζει την Ελλάδα.

Και έτσι, με την «ποιότητα της ανάπτυξης» φτάνουμε στα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά και ελλείμματα που συνοδεύουν την ελληνική οικονομική διαδικασία, και που για δεκαετίες περιστρέφονται αυτιστικά γύρω από τους ίδιους άξονες: δημοσιονομικά ελλείμματα, δημόσιο και εξωτερικό χρέος, πληθωρισμός (ακόμη και εκεί που είμαστε), διαφθορά, απαξίωση του συλλογικού και αποθέωση του ιδιωτικού. Για να ακριβολογήσει κανείς, αυτιστική δεν είναι η οικονομία και τα χαρακτηριστικά της, αλλά εμείς οι ίδιοι ως κοινωνία.

Στην ουσία, αυτά δείχνουν παραστατικά ότι, όπως επισημάνθηκε, το κεντρικό μας πρόβλημα δεν είναι τεχνολογικό. Πίσω από τη θεματική «τεχνολογία- καινοτομία- γνώσεις- εκπαίδευση» λειτουργούν πολύ πιο σύνθετοι παράγοντες, που συνδέουν ετερόκλητες λειτουργίες, όπως η αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης, η ανικανότητα της κοινωνίας μας να κατανοήσει τις προτεραιότητες που τη συμφέρουν, να επιλέξει τρόπους να τις πραγματοποιήσει, οι ευρύτερες επιλογές που κάνουμε για καίρια θέματα (π.χ. μηχανισμοί εκπαίδευσης, ιδεολογίες αναπαραγωγής), οι παραγωγικές δομές μας, οι αντιλήψεις μας ή οι συλλογικές συμπεριφορές μας.

Η πρόσφατη (και δεν εννοούμε των λίγων μηνών) συγκυρία κάνει για άλλη μια φορά εξαιρετικά ορατή τη σχέση συγκοινωνούντων δοχείων που χαρακτηρίζει την οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική με τις συλλογικές ικανότητες, τις συλλογικές γνώσεις και επιλογές. Είναι μια σχέση αποτυχίας- μιας συσσωρευμένης μακρόχρονης αποτυχίας- που θα πληρωθεί εξαιρετικά ακριβά, σύντομα και για μακρύ διάστημα.

Για πρωτοχρονιάτικο τεύχος το μήνυμα αυτό σίγουρα δεν έχει τον στερεότυπο και επίπλαστο άνεμο πρωτοχρονιάτικης αισιοδοξίας. Ωστόσο, στ΄ αλήθεια, δεν είναι τα μηνύματα ή τα λόγια αυτά καθαυτά που είναι αισιόδοξα ή απαισιόδοξα, όσο οι πραγματικότητες οι ίδιες στις οποίες τα μηνύματα αναφέρονται. Ευχάριστες, αλλά εξωπραγματικές, αναλύσεις και μηνύματα οδηγούν σε σκληρές πραγματικότητες, ενώ δυσάρεστες, αλλά πιο πραγματιστικές, αναλύσεις και μηνύματα μπορούν να οδηγήσουν σε αισιόδοξες καταστάσεις. Τα περιθώριά μας σήμερα βρίσκονται πλέον στα άκρα. Και η έκφραση του κ. Γιούνκερ «the game is over» («τέλος το παιχνίδι») εκφράζει την κρίσιμη στιγμή όπου σε ένα παιχνίδι η μόνη σου επιλογή είναι αν θα κάνεις κάτι για να αποφύγεις την ήττα ή όχι.


Καινοτομούν οι ελληνικές επιχειρήσεις;
Γιάννης Σπανός, επίκουρος καθηγητής στο οικονομικό πανεπιστήμιο Αθηνών Ειρήνη Βουδούρη, επίκουρη καθηγήτρια στο οικονομικό πανεπιστήμιο Αθηνών

Μια σειρά μελέτες επιβεβαιώνουν κάτι που είναι γενικά γνωστό: οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας στην καινοτομία είναι φτωχές· οι ελληνικές επιχειρήσεις υστερούν σε καινοτομία. Εύλογα τίθεται το ερώτημα γιατί.
Ξεκινώντας ας δούμε τι εννοούμε με τον όρο καινοτομία. Ενας γενικά αποδεκτός ορισμός είναι ότι πρόκειται για τη δημιουργία και χρήση νέας γνώσης προκειμένου να σχεδιαστεί, αναπτυχθεί και εμπορευματοποιηθεί ένα νέο προϊόν ή υπηρεσία που βρίσκει θετική ανταπόκριση στην αγορά. Επιπλέον, η καινοτομία μπορεί να αφορά τεχνολογίες παραγωγής ή νέες διοικητικές διαδικασίες, για παράδειγμα το μάρκετινγκ ή την εφοδιαστική αλυσίδα. Ανεξάρτητα από το αν αφορά προϊόν, υπηρεσία ή διαδικασία, μια καινοτομία μπορεί να είναι ριζική ή σταδιακή, ανάλογα με το πόσο αλλάζει και απαξιώνει υπάρχουσες ικανότητες της επιχείρησης.

Θα πρέπει να είναι σαφές ότι είναι οι επιχειρήσεις που σε τελευταία ανάλυση καινοτομούν. Από την άλλη όμως μεριά, η δραστηριότητα των επιχειρήσεων επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από τις σχετικές δημόσιες πολιτικές και την ύπαρξη ενός ευρύτερου πλαισίου, μιας «εθνικής υποδομής» που ενθαρρύνει και υποστηρίζει την άσκηση ρηξικέλευθης δραστηριότητας.

Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχουν τρεις, κρίσιμες για την καινοτομία, κατηγορίες δημόσια διαθέσιμων πόρων: 1) η βασική επιστημονική/ τεχνολογική έρευνα, 2) οι χρηματοδοτικοί μηχανισμοί, και 3) το ικανό ανθρώπινο δυναμικό. Επιπρόσθετα, η ποιότητα τωνμηχανισμών διασύνδεσης, των φορέων και θεσμών δηλαδή που λειτουργούν ως γέφυρες ανάμεσα στη δημόσια σφαίρα και στις ιδιωτικές λειτουργίες, είναι συνθήκη καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη της καινοτομίας. Αν η καινοτομία είναι δημιουργίακαιαξιοποίηση νέας γνώσης, τότε αναμφίβολα θα πρέπει να υπάρχουν μηχανισμοί που διασφαλίζουν την κυκλοφορία της γνώσης από εκεί όπου παράγεται προς τα εκεί όπου μπορεί να αξιοποιηθεί για οικονομικούς σκοπούς. Τι γίνεται στη χώρα μας; Από μια μακροσκοπική θεώρηση, το Εθνικό Σύστημα Καινοτομίας μοιάζει κατακερματισμένο και πάσχον από έλλειψη μιας κοινής συνισταμένης η οποία να κατευθύνει συντονισμένα τη δράση των φορέων που το απαρτίζουν. Κίνητρα και πολιτικές για καινοτομία ασφαλώς υπάρχουν, αξιολογούνται και ανανεώνονται, αλλά η αποτελεσματικότητά τους μειώνεται από την έλλειψη ολοκλήρωσης και εστίασης σε μια ενιαία στρατηγική που περιλαμβάνει ως άξονά της την καινοτομία. Η βασική και εφαρμοσμένη έρευνα χρηματοδοτείται πρωτίστως από το κράτος και την ΕΕ, και
Υπ΄ αυτό το πρίσμα, η ένταση της καινοτομίας σε μια οικονομία είναι συνάρτηση του βαθμού διάδρασης και αλληλοσυμπλήρωσης ανάμεσα στις στρατηγικές των επιχειρήσεων και στις πολιτικές που ασκούνται στη δημόσια σφαίρα. Η δημόσια και η ιδιωτική σφαίρα συναρθρώνονται στο Εθνικό Σύστημα Καινοτομίας, και είναι η μεταξύ τους αλληλεπίδραση που διαμορφώνει το πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσεται η καινοτομία.
εκτός του ότι οι σχετικές δαπάνες υπολείπονται από το μέσο της ΕΕ, υλοποιείται κυρίως από τα ερευνητικά ιδρύματα και την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι επιχειρήσεις υστερούν σε δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης. Επιπλέον, παρ΄ ότι γίνονται σημαντικά βήματα προς την ενίσχυση της διάχυσης της τεχνολογικής γνώσης, τα ερευνητικά αποτελέσματα που προκύπτουν συνήθως δεν αξιοποιούνται καθώς η διασύνδεση της έρευνας με την παραγωγή δεν είναι αυτή που θα έπρεπε να είναι. Το χρηματοδοτικό κεφάλαιο υψηλού κινδύνου ως θεσμός αλλά και ως νοοτροπία προσανατολισμένη προς την ανάληψη κινδύνου δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένο. Το ανθρώπινο κεφάλαιο, ο σημαντικότερος ίσως πόρος του Εθνικού Συστήματος Καινοτομίας, όταν δεν σταδιοδρομεί στο εξωτερικό, απλώς υποαξιοποιείται στην εγχώρια πραγματικότητα. Είναι ανοικτό μεν σε νέες ιδέες, που όμως δεν φθάνουν σε εμπορευματικοποίηση της καινοτομίας.

Σε αυτό το πλαίσιο η τυπική ελληνική επιχείρηση δεν μπορεί εύκολα να καινοτομήσει. Δεν μπορεί γιατί η καινοτομία είναι μια σύνθετη και πολύπλοκη δραστηριότητα που προϋποθέτει αντίστοιχα σύνθετες γνώσεις και ικανότητες οι οποίες κάθε άλλο παρά εύκολο είναι να αναπτυχθούν. Αντίθετα από ό,τι θα περίμενε κανείς, οι ικανότητες αυτές δεν εξαντλούνται στις τεχνολογικές. Αυτές αποτελούν ασφαλώς μια sine qua non προϋπόθεση για καινοτομία. Απαιτούνται όμως επιπλέον και κρίσιμες ικανότητες που αφορούν (κατ΄ ελάχιστον) τόσο την παραγωγική λειτουργία της επιχείρησης όσο και αυτήν του μάρκετινγκ. Η πρώτη διασφαλίζει ότι η επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να παραγάγει σε βιομηχανική κλίμακα και στον κατάλληλο χρόνο ένα προϊόν ρηξικέλευθο αλλά και ταυτοχρόνως ασφαλές, ποιοτικό και λειτουργικό και μάλιστα σε ανταγωνιστικό κόστος. Η δεύτερη επιτρέπει στην επιχείρηση να συλλαμβάνει και να επεξεργάζεται τα σήματα της αγοράς και να ενσωματώνει τη γνώση που αποκτά στο ρηξικέλευθο προϊόν, δίνοντάς της επιπλέον τη δυνατότητα να το «τοποθετεί» σωστά σε αντιστοιχία με τις ανάγκες που έρχεται να καλύψει.

Αυτό όμως που κάνει ακόμη πιο δύσκολη την όλη διαδικασία της καινοτομίας στις επιχειρήσεις είναι ότι οι ικανότητες αυτές (τεχνολογικές, παραγωγικές και μάρκετινγκ) θα πρέπει να ενορχηστρώνονται αρμονικά σε ένα ολοκληρωμένο σύνολο, σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί ένασύστημα παραγωγής καινοτομίας . Οι επί μέρους διαστάσεις αυτού του συστήματος μπορεί να είναι διαθέσιμες στον ένα ή στον άλλο βαθμό, όχι όμως αναγκαστικά και η «μετα-ικανότητα» ολοκλήρωσής τους σε ένα συντονισμένο όλον. Πρόκειται για μετα-ικανότητα που δημιουργείται σταδιακά, είτε αυτόνομα είτε μέσα από δικτυώσεις και συνεργασίες με άλλες επιχειρήσεις ή/και φορείς, είναι οργανικό απότοκο της ιστορίας και της κουλτούρας της επιχείρησης και ως τέτοια είναι έντονα ιδιοσυγκρασιακή. Με άλλα λόγια, αποτελεί πολύπλοκο παράγωγο μακροχρόνιας ενσυνείδητης και συλλογικής προσπάθειας εστιασμένης στην προοπτική της ανάληψης ρίσκου και του καινοτομείν, όχι εξωτερικό χαρακτηριστικό που αντιγράφεται.

Επιπρόσθετα, η τυπική ελληνική επιχείρηση στο περιβάλλον που λειτουργεί συνήθως στρέφεται προς μια σειρά βηματικών καινοτομιών και δεν προβαίνει σε ριζικές καινοτομίες. Εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δύο πηγές ανταγωνιστικών πιέσεων- από τη μια πλευρά, έχει να αντιμετωπίσει τα τεχνολογικά προηγμένα προϊόντα που προέρχονται από τις οικονομίες της Δύσης και, από την άλλη, τα προϊόντα χαμηλού κόστους που προέρχονται από τις αναδυόμενες αγορές της Ανατολής- η ελληνική επιχείρηση δεν έχει να αντιπαραβάλει ένα σαφές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η απάντησή της λοιπόν είναι συνήθως μια υβριδική στρατηγική που στοχεύει σε έναν αποδεκτό συνδυασμό κόστους και ποιότητας. Αυτή η στρατηγική εξηγεί την έμφαση στον τεχνολογικό εκμοντερνισμό των παραγωγικών διαδικασιών- για την παραγωγή σε ανταγωνιστικό κόστος και ποιότητα-, όχι όμως και στην επένδυση και δημιουργία ενός μακροχρόνιου συστήματος παραγωγής καινοτομίας. Αυτού του είδους η «υβριδική» στρατηγική όμως, αν και ορθολογική στον βραχυχρόνιο ορίζοντα, είναι μάλλον ανεπαρκής και αδιέξοδη σε μακρά διάρκεια.

Η τυπική ελληνική επιχείρηση θα αντέξει στον χρόνο μόνο στον βαθμό που θα καταφέρει να ενσωματώνει την καινοτομία στη μακροχρόνια λειτουργία της. Καθώς δεν φαίνεται να μπορεί να στηριχθεί στην πρωτογενή έρευνα και ανάπτυξη και στην ενδογενή παραγωγή ριζικής καινοτομίας, θα πρέπει να στοχεύσει συστηματικά στην έγκαιρη αφομοίωση και αξιοποίηση της τεχνολογίας που έχει παραχθεί αλλού και στη δημιουργία σταδιακών καινοτομιών προσαρμοσμένων στις ανάγκες των καταναλωτών και στον τρόπο εξυπηρέτησής τους. Υπ΄ αυτό το πρίσμα η περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας των μηχανισμών διασύνδεσης και διάχυσης της τεχνολογικής γνώσης σε διεθνές επίπεδο είναι απαραίτητη και θα πρέπει να υποστηριχθεί από ένα ενιαίο στοχευμένο πλαίσιο δημόσιων πολιτικών προς αυτή την κατεύθυνση.


Τεχνολογικός μετασχηματισμός και διεθνείς άμεσες επενδύσεις
Τάσος Γιαννίτσης, καθηγητής του πανεπιστημίου Aθηνών

Για μια μικρή οικονομία όπως η Ελλάδα και με τις διαρθρωτικές αδυναμίες που χαρακτηρίζουν την τεχνολογική βάση του ελληνικού παραγωγικού συστήματος και πολλών ελληνικών επιχειρήσεων οι διεθνείς άμεσες επενδύσεις θεωρούνται παράγοντας που μπορεί να ενισχύσει τον τεχνολογικό και παραγωγικό μετασχηματισμό, την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της χώρας εγκατάστασης. Θα ήταν λάθος όμως να θεωρηθεί ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα προκύπτει περίπου αυτόματα. Εχει ως προϋπόθεση ότι η ξένη άμεση επένδυση κατ΄ αρχάς υπάρχει (αυτονόητο) και επιπλέον πληροί ορισμένα χαρακτηριστικά όπως:- Αφορά κλάδο παραγωγής έντασης τεχνολογίας.- Αφορά κλάδο παραγωγής προϊόντων ή υπηρεσιών που είναι διεθνώς εμπορεύσιμα, δηλαδή εντάσσονται άμεσα στο παιχνίδι του διεθνούς ανταγωνισμού.- Οδηγεί στη δημιουργία σοβαρών από πλευράς μεγέθους και ικανοτήτων παραγωγικών μονάδων, ανεξάρτητα αν αυτές είναι προσανατολισμένες στην εσωτερική ή στη διεθνή αγορά, αν και μια εξωστρεφής επιχείρηση μπορεί να επεκταθεί πολύ περισσότερο πουλώντας στη διεθνή αγορά, με όλες τις θετικές επιδράσεις για την οικονομία, απ΄ ό,τι αν μείνει περιορισμένη στην εσωτερική αγορά.

Πολλοί θεωρούν ότι η παρουσία τεχνολογικά σύγχρονων επιχειρήσεων σε διάφορους τομείς της παραγωγής ισοδυναμεί με εξειδίκευση μιας χώρας σε πεδία παραγωγής έντασης τεχνολογίας. Λάθος. Προφανώς μια σύγχρονη τεχνολογία στην κλωστοϋφαντουργία ή στα οικοδομικά είδη αποτελεί προϋπόθεση επιβίωσης επιχειρήσεων και κλάδων. Αυτό όμως είναι πολύ διαφορετικό από την ανάπτυξη δραστηριοτήτων που σήμερα θεωρείται ότι ανήκουν στη μεσαία ή μεσαία προς υψηλή τεχνολογία (για να μην αναφερθώ στην υψηλή τεχνολογία) που εξασφαλίζουν μια ιδιαίτερη δυναμική στη θέση και στις επιδόσεις μιας χώρας.

Οι διεθνείς άμεσες επενδύσεις στην πρώτη μεταπολεμική φάση (κατά βάση ως περίπου το 1966-67) είχαν σημαντική επίδραση στον τεχνολογικό και παραγωγικό μετασχηματισμό και στην ανταγωνιστική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας καθώς οδήγησαν στη δημιουργία σύγχρονων και ισχυρών μονάδων σε πολλούς βιομηχανικούς κλάδους το βάρος των οποίων ως τότε ήταν ασήμαντο ή και ανύπαρκτο στην ελληνική οικονομία. Ενίσχυσαν επίσης την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας, συνέβαλαν στη μετατόπιση των ελληνικών εξαγωγών από τα αγροτικά είδη-πρώτες ύλες στα βιομηχανικά και συνέβαλαν στην ανάπτυξη περισσότερων συμπληρωματικών κλαδικών δραστηριοτήτων.
Ωστόσο ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο ρόλος τους στην ελληνική οικονομία από τη σκοπιά του τεχνολογικού και παραγωγικού μετασχηματισμού και της ανταγωνιστικότητας άρχισε να φθίνει.

Απο την άλλη πλευρά, στην περίοδο από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ως σήμερα υπήρξαν διεθνείς άμεσες επενδύσεις στη χώρα, ορισμένες μάλιστα αρκετά σοβαρές από πλευράς μεγέθους, ανεξάρτητα αν η Ελλάδα υστερούσε συγκριτικά με τρίτες χώρες. Το ερώτημα είναι γιατί, παρ΄ όλα αυτά, δεν διαπιστώνονται τάσεις τεχνολογικής ενίσχυσης στο παραγωγικό μας σύστημα. Οι απαντήσεις στο ερώτημα είναι πολλές και θα επισημάνω τα εξής:

α) Οι τεχνολογικές, θεσμικές και άλλες αδυναμίες του εθνικού παραγωγικού συστήματος καθορίζουν αποφασιστικά και τη φύση και τα χαρακτηριστικά των επενδύσεων (εθνικών και διεθνών) που πραγματοποιούνται σε αυτό. Οπως διαπιστώνεται γενικότερα, οι αδυναμίες της χώρας στον τομέα δημιουργία γνώσης- τεχνολογία- καινοτομία είναι εξαιρετικά έντονες. Οι αδυναμίες αυτές λειτουργούν αποτρεπτικά για επενδύσεις υψηλότερης τεχνολογικής φύσης, ελληνικές και ξένες.

β) Οι διεθνείς επενδύσεις στη χώρα αντανακλούν ορισμένες διεθνείς τάσεις των διεθνών επενδυτικών προτύπων που συνδέονταν με σημαντικές διαφορές στα τεχνολογικά χαρακτηριστικά και στις οικονομικές επιδράσεις τους στη χώρα εγκατάστασης σε σύγκριση με προγενέστερες περιόδους και τα χαρακτηριστικά αυτά επηρεάζουν τη φύση των μονάδων που ιδρύονται. Ετσι:

- Διεθνείς άμεσες επενδύσεις στον βιομηχανικό τομέα (και σε άλλους τομείς) γίνονται σε πολύ μεγαλύτερη έκταση με τη μορφή της εξαγοράς ή απορρόφησης (mergers & acquisitions) και πολύ λιγότερο με την ίδρυση εξ υπαρχής νέων μονάδων (greenfield investments). Στην Ελλάδα σημαντικός αριθμός βιομηχανικών επιχειρήσεων εξαγοράστηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ως σήμερα από διεθνείς επιχειρήσεις. Με βάση στοιχεία της UΝCΤΑD, το 28% περίπου των εισροών ξένων άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα αφορούσε εξαγορές και συγχωνεύσεις. Ορισμένες από τις εξαγορές αυτές αφορούσαν και προβληματικές ή δημόσιες επιχειρήσεις που ιδιωτικοποιήθηκαν. Η εξέλιξη αυτή ενίσχυσε την ανταγωνιστική ικανότητα των μονάδων που εξαγοράστηκαν και του κλάδου όπου αυτές ανήκαν, δεν οδήγησε όμως σε ποιοτικές μεταβολές του παραγωγικού και ανταγωνιστικού μοντέλου της χώρας.

- Σημαντικό τμήμα των διεθνών άμεσων επενδύσεων, διεθνώς και στην Ελλάδα, κατευθύνεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ΄ ό,τι στο παρελθόν στον τομέα των υπηρεσιών και εξαιρετικά λιγότερο στη βιομηχανία. Οι υπηρεσίες αποτελούν όμως ένα σύνολο τεχνολογικά εξαιρετικά ετερογενών δραστηριοτήτων (από απλό εμπόριο, πολυκαταστήματα και τουρισμό ως software, τηλεπικοινωνίες κτλ.). Στην Ελλάδα έχουν συντελεστεί σημαντικές ανακατατάξεις και αλλαγές στην αγορά ως αποτέλεσμα τέτοιων επενδύσεων (π.χ., σουπερμάρκετ, πολυκαταστήματα), ενώ σημειώνονται και πολλές νέες επενδύσεις (ή εξαγορές) στους τομείς του τουρισμού, του εμπορίου, της διαφήμισης, των ασφαλειών, στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Αυτές όμως συντελούνται σε υπηρεσίες μέσου τεχνολογικού χαρακτήρα και όχι σε κλάδους υπηρεσιών υψηλότερης τεχνολογικής έντασης. Εξαίρεση στη διαπίστωση αυτή αποτελούν οι διεθνείς επενδύσεις στον τομέα της κινητής τηλεφωνίας. Γενικότερα ο τομέας των τηλεπικοινωνιών αποτέλεσε και στην Ελλάδα, όπως και διεθνώς, πόλο έλξης ξένου και ελληνικού επενδυτικού κεφαλαίου, όχι μόνο στην κινητή τηλεφωνία.

- Οι πιο σημαντικές διεθνείς επενδύσεις στη χώρα από τη σκοπιά του όγκου της επένδυσης στην περίοδο μετά το 1974 κατευθύνθηκαν σε τομείς υποδομών που στο παρελθόν ανήκαν στον κρατικό τομέα αλλά που διεθνώς μέσα από διαδικασίες ανοίγματος των αγορών άρχισαν να περνούν και στον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων ξένων άμεσων επενδύσεων είναι το αεροδρόμιο των Σπάτων, το Ρίο- Αντίρριο, το φυσικό αέριο κτλ. - Ενα σημαντικό τμήμα ξένων επενδύσεων εισέρρευσε στην ελληνική οικονομία με τη μορφή επενδύσεων χαρτοφυλακίου, συνήθως μέσω Χρηματιστηρίου, για συμμετοχή είτε στο κεφάλαιο δημόσιων επιχειρήσεων (ΔΕΗ, ΟΤΕ κτλ.) είτε στο κεφάλαιο ιδιωτικών επιχειρήσεων που έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο.

Οι μεταβολές αυτές στο επενδυτικό πρότυπο των διεθνών άμεσων επενδύσεων και η συγκέντρωσή τους κυρίως στις υπηρεσίες ή σε μεγάλα έργα υποδομής είχαν ως συνέπεια ότι ενίσχυσαν την παραγωγικότητα του κλάδου στον οποίο συγκεντρώθηκαν ή και γενικότερα της οικονομίας (περίπτωση τηλεπικοινωνιών ή και μεγάλων υποδομώναεροδρόμιο, γέφυρα Ρίο).
Η εξαγορά επίσης βιομηχανικών επιχειρήσεων οδήγησε σε αυξημένη ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης που εξαγοράζεται, στο μέτρο που ο πολυεθνικός χαρακτήρας συνδέεται με μεγαλύτερη εμπειρία, διεθνή δικτύωση, συμφωνίες προμηθειών με ευνοϊκότερους όρους, τεχνολογικές γνώσεις και καλύτερο μάνατζμεντ. Πολλές ελληνικές επιχειρήσεις χωρίς μια τέτοια αλλαγή θα είχαν σήμερα κλείσει.

Επενδύσεις αυτού του τύπου όμως είναι σημαντικές αλλά δεν αρκούν για να υποκινήσουν έναν μετασχηματισμό προς κλάδους υψηλότερης τεχνολογικής έντασης, όπως αυτοί που σήμερα αναδεικνύονται συνεχώς στο πεδίο του παγκόσμιου ανταγωνισμού και προωθούν πιο δυναμικά την ανάπτυξη. Η μακροχρόνια αδυναμία μετάβασης της παραγωγής σε δραστηριότητες ισχυρότερης τεχνολογικής έντασης επηρεάζει περιοριστικά την ανταγωνιστικότητα της χώρας συνολικά αλλά και σε μεγάλο φάσμα κλάδων. Πρόσφατη ανάλυση (Τ. Γιαννίτσης, Στ. Ζωγραφάκης, Ι. Καστέλλη, Δ. Μαυρή, «Ανταγωνιστικότητα και τεχνολογία στην Ελλάδα») διαπιστώνει ότι στην Ελλάδα σε έναν μεγάλο χρονικό ορίζοντα έχουμε τον πιο αργό τεχνολογικό και παραγωγικό μετασχηματισμό σε σύγκριση με άλλες ανάλογες χώρες της ΕΕ, ότι η χώρα υστερεί σήμερα εξαιρετικά επικίνδυνα στο πεδίο της τεχνολογικής ανταγωνιστικότητας (και της ανταγωνιστικότητας γενικότερα) απέναντι σε πολλές ανάλογες χώρες και ότι αυτό έχει πολύ κρίσιμες και πολύμορφες συνέπειες για τις επιδόσεις της οικονομίας μας.


Οικονομική προσαρμογή και καινοτομία μετά την κρίση
Αντώνης Μ.Μπαρτζώκας, αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα οικονομικών επιστημών του πανεπιστήμιου Αθηνών και professorial fellow at united nations university-merit

Πριν από δέκα χρόνια το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είχε υιοθετήσει ένα φιλόδοξο σχέδιο για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας: τη στρατηγική της Λισαβόνας για την οικονομική μεγέθυνση, με έμφαση στην καινοτομία και στην κοινωνική συνοχή. Το εν λόγω σενάριο πολιτικής γρήγορα εμπλουτίστηκε με προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον σχεδιασμό των μεταρρυθμίσεων και τους ποσοτικούς στόχους της αύξησης των δαπανών Ερευνας και Ανάπτυξης των κρατών-μελών. Ωστόσο στην πράξη σημειώθηκαν σημαντικές αποκλίσεις στην ταχύτητα υιοθέτησης και στην αποτελεσματικότητα εφαρμογής αυτών των προτάσεων.

Δέκα χρόνια αργότερα, η ευρωπαϊκή οικονομία αναζητεί διαδικασίες εξόδου από την οικονομική κρίση. Τόσο η βεβαιότητα της διατηρήσιμης οικονομικής μεγέθυνσης όσο και η ρητορεία της επωφελούς για όλους αναπτυξιακής συνταγής τέθηκαν εκ των πραγμάτων σε αμφισβήτηση. Η Ευρώπη δοκιμάστηκε από μιαν εξωγενή οικονομική κρίση, η εξέλιξη της οποίας ανέδειξε τόσο τα δομικά προβλήματα της ευρωπαϊκής οικονομίας όσο και τα όρια της στρατηγικής της Λισαβόνας, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Αλλωστε κατά την πρώτη φάση διαχείρισης της οικονομικής κρίσης οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έδωσαν προτεραιότητα στη μεταφορά πόρων για τη στήριξη των αγορών κεφαλαίων, ενώ έθεσαν σε δεύτερη μοίρα τις πολιτικές τεχνολογικής ανάπτυξης.

Πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι οι μεγάλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ακολούθησαν αντικυκλικές στρατηγικές κατά τη διάρκεια της κρίσης, διατήρησαν αμείωτες τις δαπάνες για έρευνα και τεχνολογία και σήμερα επιδιώκουν την ενίσχυση του ρόλου τους στις διεθνείς αγορές. Αντίθετα, οι μικρές επιχειρήσεις και η είσοδος νέων επιχειρηματιών σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας υφίστανται τις συνέπειες της επιδείνωσης των συνθηκών πρόσβασης στις αγορές κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων. Μηνιαίες κυλιόμενες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πιστοποιούν ότι οι κλάδοι μέσης τεχνολογικής συνθετότητας, τόσο στη μεταποίηση όσο και στις υπηρεσίες, θα αντιμετωπίσουν οξυμμένα προβλήματα προσαρμογής κατά την έξοδο από την κρίση. Τα δεδομένα αυτά και η γενικότερη πρόκληση για την αύξηση της παραγωγικότητας των ευρωπαϊκών οικονομιών επιβάλλουν την επανεκτίμηση των μέτρων πολιτικής για την τεχνολογική αναδιάρθρωση της πραγματικής οικονομίας.
Καθώς βελτιώνεται το επιχειρηματικό κλίμα και διαφαίνονται προοπτικές οικονομικής ανάκαμψης, επανέρχονται στο προσκήνιο οι απόψεις των υποστηρικτών της στρατηγικής της Λισαβόνας για τη θετική συμβολή που θα μπορούσαν να έχουν η ενδυνάμωση της καινοτομικής δυναμικής και η υιοθέτηση στοχευμένων μέτρων τεχνολογικής πολιτικής στην ευρωπαϊκή οικονομία. Τους τελευταίους μήνες έχουν διαμορφωθεί δύο σχολές σκέψης σε αυτή την κατεύθυνση. Η πρώτη αναφέρεται στο «ευρωπαϊκό παράδοξο» της χαμηλής αποτελεσματικότητας των επενδύσεων σε έρευνα και γνώση. Για τους θιασώτες αυτής της άποψης, η κρίση είναι μια ευκαιρία για τον συνολικό επανασχεδιασμό των μέτρων πολιτικής για το ανθρώπινο κεφάλαιο, τη γνώση και την τεχνολογία στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ώστε να επιτευχθεί καλύτερος συντονισμός των επενδύσεων, να περιοριστούν οι επικαλύψεις και να αξιοποιηθούν τα ευεργετικά αποτελέσματα της διάχυσης τεχνολογιών. Η δεύτερη σχολή σκέψης υπογραμμίζει τον δομικό χαρακτήρα της «ευρωπαϊκής υστέρησης» στον χώρο της έρευνας και τεχνολογίας. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της επιχειρηματολογίας, η ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας και η έξοδος από την κρίση θα πρέπει πρωτίστως να αντιμετωπίσουν την επιδείνωση των συνθηκών πρόσβασης στις αγορές κεφαλαίων, την ποιότητα των επενδύσεων και τη διαχρονική υστέρηση της παραγωγικότητας στον χώρο των υπηρεσιών.

Σε κάθε περίπτωση, ως σήμερα τουλάχιστον, οι όποιες πρωτοβουλίες λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο εστιάζουν κυρίως στα περιβαλλοντικά προβλήματα και επηρεάζονται καθοριστικά από τα προβλήματα διαχείρισης του χρέους και των ελλειμμάτων που έχουν συσσωρεύσει τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Για τον λόγο αυτόν, στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, με τις γνωστές μακροοικονομικές ανισορροπίες και τον επείγοντα χαρακτήρα του υπό εκπόνηση προγράμματος προσαρμογής, η τρέχουσα συζήτηση για τον σχεδιασμό τεχνολογικής πολιτικής κινδυνεύει να αποκτήσει ακαδημαϊκό χαρακτήρα και να εκτοπισθεί από τον κατάλογο προτεραιοτήτων της οικονομικής πολιτικής. Το ενδεχόμενο αυτό θα μπορούσε τελικά να υποσκάψει τις προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.

Για να μην εγκλωβιστεί η ελληνική οικονομία σε μια μακροχρόνια παγίδα τεχνολογικής στασιμότητας, στα υπό εξέταση μέτρα διαρθρωτικής πολιτικής θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν ρεαλιστικές και άμεσα υλοποιήσιμες προτεραιότητες στο πεδίο της καινοτομίας και της τεχνολογικής πολιτικής. Ο πρώτος που οφείλει να καινοτομήσει είναι το κράτος και οι υπηρεσίες του. Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης αναδεικνύεται ο σημαντικός ρόλος των καινοτομιών στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση μέτρων κοινωνικής πολιτικής. Είναι γνωστές οι αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στα νοικοκυριά χαμηλού και μέσου εισοδήματος των αστικών κέντρων. Για την αντιμετώπιση της σημαντικής απώλειας εισοδήματος και της αποδυνάμωσης της κοινωνικής συνοχής θα πρέπει να αποτελέσει επείγουσα προτεραιότητα η εισαγωγή ρηξικέλευθων μέτρων πολιτικής αναφορικά με τις βασικές ανάγκες των νοικοκυριών (ποιότητα συνθηκών διαβίωσης, ιδιωτικές δαπάνες για υγεία και εκπαίδευση, οργάνωση τοπικών κοινωνιών), με έμφαση στην εξοικονόμηση πόρων, στη διάχυση εφαρμογών πληροφορικής και στην εισαγωγή περιβαλλοντικών τεχνολογιών.

Ολες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι η χαμηλή απόδοση του ανθρώπινου κεφαλαίου στην ελληνική οικονομία θα τροφοδοτήσει περαιτέρω την αύξηση της ανεργίας κατά την επόμενη διετία. Η εξέλιξη αυτή θα πρέπει να αντιμετωπισθεί άμεσα με ριζικές καινοτομίες στο εκπαιδευτικό σύστημα και στην ερευνητική πολιτική, σε συνδυασμό με συμπληρωματικές πολιτικές στην αγορά εργασίας.
Η απουσία ρυθμιστικών κανόνων σε αγορές νέων παραγωγικών δραστηριοτήτων επιτείνει τη στασιμότητα της επενδυτικής δραστηριότητας και υποσκάπτει κάθε προσπάθεια τεχνολογικής αναβάθμισης του παραγωγικού συστήματος. Το πρόγραμμα διαρθρωτικών αλλαγών της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να ενσωματώσει εξαρχής μια εξειδικευμένη τεχνολογική διάσταση, διαμορφώνοντας το πλαίσιο και τις συντεταγμένες για την ανάπτυξη νέων αγορών και τη στοχευμένη ενίσχυση επενδυτικών πρωτοβουλιών στην ενέργεια, στις μεταφορές και στις επιστημονικές εφαρμογές. Οι διαφαινόμενες αλλαγές στα κριτήρια λήψης αποφάσεων στις αγορές κεφαλαίων οδηγούν σε επιδείνωση των συνθηκών πρόσβασης των επιχειρήσεων σε δανειακά κεφάλαια. Τα νέα δεδομένα επιβάλλουν τον επανασχεδιασμό των εθνικών και κοινοτικών επιδοτήσεων της επενδυτικής δραστηριότητας, με έμφαση στην ενίσχυση του συμπληρωματικού χαρακτήρα των κινήτρων και προτεραιότητα τη βελτίωση της ποιότητας των επενδύσεων σε γνώση και τεχνολογία.

Τέλος, η ενίσχυση της τεχνολογικής αναβάθμισης και της εξωστρέφειας των παραγωγικών μονάδων που αποδεδειγμένα διαθέτουν περιθώρια αύξησης της παραγωγικότητας και της προστιθέμενης αξίας θα πρέπει να οργανωθεί σε συνδυασμό με τη συστηματική παρακολούθηση και την ευρεία δημοσιοποίηση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει μεσοπρόθεσμα η εγχώρια επιχειρηματική δραστηριότητα σε ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον.
Είναι κοινά αποδεκτό ότι οι οικονομικές κρίσεις είναι ένα συχνό φαινόμενο στην εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει στην ελληνική περίπτωση είναι ο εγκλωβισμός στη βραχυπρόθεσμη διαχείριση των μακροοικονομικών ανισορροπιών. Πολλές οικονομίες βγαίνουν από παρόμοια επεισόδια με χαμηλότερο επίπεδο εθνικού εισοδήματος και προσπαθούν να ξανακερδίσουν το χαμένο έδαφος. Αλλά οι πραγματικά χαμένοι είναι αυτοί που φθάνουν στη φάση της ανάκαμψης φορτωμένοι με βαρίδια, με χαμηλή παραγωγικότητα και ξεπερασμένα «αναπτυξιακά μοντέλα». Οι προτεραιότητες πολιτικής που αναμένεται να αποσαφηνιστούν στους αμέσως επόμενους μήνες θα καθορίσουν εν πολλοίς κατά πόσον η ελληνική οικονομία θα μπορέσει να ακολουθήσει μια τροχιά αποδέσμευσης από την προαναφερθείσα κατηγορία.


Χρηματοδοτούμενα έργα έρευνας και αποτελέσματα καινοτομίας
Γρηγόρης Π. Πραστάκος, καθηγητής στο τμήμα διοικητικής επιστήμης και τεχνολογίας (ΔΕΤ) και πρύτανης του οικονομικού πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ)

Ποια είναι η επίπτωση των χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων έρευνας και ανάπτυξης στην καινοτομία των επιχειρήσεων; Γιατί οι εταιρείες επενδύουν σε τέτοια προγράμματα; Και πώς η δημόσια πολιτική θα πρέπει να εξελιχθεί προκειμένου να υποστηρίξει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα από αυτά τα έργα;

Αυτά είναι ορισμένα από τα καίρια ζητήματα που θέτει η μελέτη Ιnnovation Ιmpact Fisher, R., Ρolt, W. & Vonortas, Ν. (eds.) (2009),Τhe Ιmpact of Ρublicly Funded Research on Ιnnovation. Summary Report, ΡRΟ ΙΝΝΟ Εurope, ΙΝΝΟ ΑΡΡRΑΙSΑL, Ρaper 7, Εuropean Commission, Εnterprise and Ιndustry, η οποία ολοκληρώθηκε πρόσφατα από ομάδα ερευνητών του Εργαστηρίου Διοικητικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με άλλα έξι κορυφαία ιδρύματα στην Ευρώπη. Η μελέτη, χρηματοδοτούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή- Γενική Διεύθυνση Επιχειρήσεων, εστιάστηκε στον ρόλο των συνεργατικών έργων έρευνας και ανάπτυξης (Ε&Α) του 5ου και 6ου Ευρωπαϊκού Προγράμματος Πλαισίου. Βασίζεται σε μια πρωτογενή έρευνα σε 8.000 και πλέον συμμετέχοντες στα προγράμματα πλαισίου, καθώς και περισσότερες από 70 μελέτες περιπτώσεων πανευρωπαϊκά.

Χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων
Τα βασικά κίνητρα για τη συμμετοχή στα έργα Ε&Α των προγραμμάτων πλαισίου σχετίζονται με την τεχνολογία, την απόκτηση γνώσης, τη μείωση του κόστους και τον καταμερισμό του ρίσκου. Αποτελούν πόλο έλξης για ερευνητικά κέντρα και εταιρείες υψηλής καινοτομίας, οι οποίες, σε σύγκριση με τον μέσο όρο του κλάδου, είναι:

- Περισσότερο δικτυωμένες με τους πελάτες τους καθώς και με πανεπιστήμια και άλλους οργανισμούς έρευνας.
- Περισσότερο προσανατολισμένες προς τις διεθνείς αγορές και - Περισσότερο ενεργές στην κατοχύρωση ευρεσιτεχνιών.
Επιπροσθέτως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που συμμετείχαν στα προγράμματα πλαισίου σχεδόν διπλασίασαν τις δαπάνες τους για Ε&Α την τελευταία πενταετία αναδεικνύοντας έτσι μία ακόμη θετική επίδραση των προγραμμάτων και συγκεκριμένα τη δυναμικότητα για καινοτομία.
Μόνο οι συμμετέχοντες με συγκεκριμένους στόχους, ήδη από την έναρξη των έργων, σχετικά με τα επιδιωκόμενα καινοτομικά αποτελέσματα, είναι πιθανόν να κατορθώσουν οποιαδήποτε επιτυχή εμπορική αξιοποίηση. Ενδιαφέρον είναι επίσης το γεγονός ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις παρουσίασαν την πλέον ισχυρή στρατηγική ευθυγράμμιση ανάμεσα στα χρηματοδοτούμενα έργα και στους καινοτομικούς στόχους τους. Ιδιαίτερα οι μεσαίες σε μέγεθος εταιρείες διαθέτουν ένα κρίσιμο μέγεθος για τις δραστηριότητες Ε&Α, παρουσιάζουν μια ρητή στρατηγική σχετικά με τη συμμετοχή τους και συχνά αναλαμβάνουν έναν ηγετικό ρόλο στα έργα ως συντονιστές της ευρύτερης ομάδας. Μια χαρακτηριστική περίπτωση αναφέρεται στο πλαίσιο 1.

Επιπτώσεις στην καινοτομία από την οργάνωση και διαχείριση των έργων
Τα χρηματοδοτούμενα έργα πρέπει να αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου χαρτοφυλακίου έργων Ε&Α. Τα αποτελέσματα καινοτομίας δεν μπορούν να αποδοθούν είτε μόνο σε χρηματοδοτούμενα έργα είτε σε ιδιωτικά έργα Ε&Α παρά μόνο σε έναν συνδυασμό των δύο. Επιπλέον ο ρόλος του συντονιστή είναι καθοριστικής σημασίας στην επίτευξη των στόχων τους. Στα επιτυχημένα έργα υπήρχε ως κοινό στοιχείο η θετική αξιολόγηση των ικανοτήτων του συντονιστή ως ηγέτη και εκτελεστή έργων Ε&Α καθώς και ως διαχειριστή. Τρία χαρακτηριστικά των επιτυχημένων συντονιστών αναφέρονται στο πλαίσιο 2.

Γενικές παρατηρήσεις
Προκειμένου να μεγιστοποιηθούν οι επιπτώσεις των χρηματοδοτούμενων έργων, αναφορικά με την καινοτομία, η δημόσια πολιτική καινοτομίας πρέπει να ενσωματώνει και να λαμβάνει υπόψη της τα παρακάτω:

1. Η απλοποίηση των διοικητικών δομών και διαδικασιών, καθώς και η διατήρηση των προγραμμάτων σε βάθος χρόνου, αποτελούν σημαντικές παραμέτρους για τα αποτελέσματα καινοτομίας.
2. Επειδή οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις παίζουν σημαντικό ρόλο στα συγκεκριμένα έργα, οι ιδιαιτερότητές τους πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στη στρατηγική ανάπτυξη των προγραμμάτων και να ενθαρρύνεται η συμμετοχή τους.
3. Επιτυχημένα χρηματοδοτούμενα έργα συναντάμε στις περιπτώσεις όπου δημιουργούνται συνέργειες με τα έργα Ε&Α που ήδη αναπτύσσουν οι εταίροι με ίδια χρηματοδότηση. Επομένως προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί σε έργα που συνδέουν τα χρηματοδοτούμενα έργα με ήδη υπάρχουσες υποδομές και ικανότητες καινοτομίας.
4. Για επιτυχημένα αποτελέσματα καινοτομίας οι κοινοπραξίες πρέπει να περιλαμβάνουν οργανισμούς με σημαντική εμπειρία σε Ε&Α και καινοτομία, οργανισμούς με βαθιά τεχνολογική εξειδίκευση, με υψηλή παρακίνηση για εμπορική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων, καθώς και έμπειρους συντονιστές που είναι σε θέση να ευθυγραμμίσουν τα συμφέροντα και τις προτεραιότητες διαφορετικών συνεργαζομένων εταίρων.
5. Πρέπει να ενθαρρύνεται ο σχεδιασμός για εμπορική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων ήδη από το στάδιο των προκηρύξεων και των προτάσεων για νέα έργα. Εναλλακτική λύση θα αποτελούσε η παροχή δυνατότητας για ένα νέο έργο τύπου «follow up» με στόχο την εμπορική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων Ε&Α από προηγούμενο έργο.

Το γενικό συμπέρασμα της μελέτης μας είναι ότι, όταν τα έργα δρομολογούνται με συγκεκριμένους στόχους καινοτομίας, όταν πλαισιώνονται απόαποτελεσματικούς διαχειριστικούς κανόνες, όταν διοικούνται και εκτελούνται απόαφοσιωμένους και ικανούς οργανισμούςκαι όταν ενσωματώνονται στηνευρύτερη δραστηριότητα Ε&Α και καινοτομίαςτων οργανισμών αυτών, τα δημόσια χρηματοδοτούμενα έργα Ε&Α μπορούν να διαδραματίσουν έναν σημαντικό ρόλο για τη βελτίωση της τεχνολογικής καινοτομίας στην Ευρώπη.

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΣΕ ΜΙΑ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ
Αυτή η εταιρεία 70 ατόμων, αφιερωμένη στην ανάπτυξη εξειδικευμένων τεχνολογιών για την ανακύκλωση άνθρακα, παρουσίασε ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο παράδειγμα καινοτομικής διεργασίας. Το αποτέλεσμα του έργου ήταν μια ολοκληρωμένη βιομηχανική εφαρμογή και η απαρχή μιας συμφωνίας παραχώρησης της χρήσης μεταξύ των συνεργατών στο έργο. Η αποστολή της εταιρείας περικλείεται στη φράση«Επιστήμη για την επίτευξη πρακτικών αποτελεσμάτων».Η σύνδεση έρευνας και καινοτομίας αποτελεί την κύρια προτεραιότητα της εταιρείας, καθώς και τη βασική εξήγηση για την έντονη εστίασή της στην καινοτομία σε όλα τα έργα όπου αυτή συμμετέχει. Η εταιρεία επιλέγει να συμμετέχει μόνο σε έργα που ταιριάζουν απόλυτα με την αποστολή της και με τις κατευθύνσεις τεχνολογικής ανάπτυξης που έχει χαράξει. Επίσης ενσωματώνει συστηματικά υπάρχοντες ή νέους πελάτες στα έργα Ε&Α αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες για την ύπαρξη αγοράς για ό,τι αναπτύσσεται.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΩΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΩΝ
Η ηγεσίααντιπροσωπεύει το πλεονέκτημα που διαθέτουν οι συντονιστές στο να καθορίζουν το πρόγραμμα έρευνας, να δομούν τα έργα σύμφωνα με τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες τους και να ευθυγραμμίζουν τους άλλους εταίρους σε έναν στόχο που αρχικά ήταν δικός τους. Η ηγεσία αυτή αντιπροσωπεύει τη «βράβευση» των συντονιστών για το «διαχειριστικό βάρος» του έργου.
Μια συναφής έννοια είναι εκείνη της δύναμηςτου συντονιστή. Αφορά τη δυνατότητα του συντονιστή να ανταποκρίνεται και να ξεπερνά διάφορες δυσκολίες που μπορεί να εμφανιστούν κατά τη διάρκεια των έργων. Μελετήσαμε περιπτώσεις στις οποίες ένας εταίρος ξαφνικά αδυνατούσε να συνεχίσει το έργο ή να παραδώσει ένα σημαντικό παραδοτέο. Στο πλαίσιο αυτό, η δύναμη του συντονιστή απαιτείται σε δύο επίπεδα: εν μέρει αφορά τη δυνατότητά του να εντοπίσει και να κινητοποιήσει άλλους παίκτες εκτός της κοινοπραξίας και εν μέρει τη δυνατότητά του να καλύψει ο ίδιος τις υποχρεώσεις.

Ηφήμητου συντονιστή ως αξιόπιστου, εξειδικευμένου, συνεργατικού και αποτελεσματικού παίζει επίσης καθοριστικό ρόλο. Προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα που κατανέμονται στους εταίρους του έργου και στο ίδιο το έργο. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η υψηλή πιθανότητα να αναλάβουν και άλλα έργα σε βάθος χρόνου, μια σχετική ευκολία στην προσέλκυση εξαιρετικών συνεργατών, καθώς και μια ενισχυμένη διάχυση και επίδραση των καινοτομικών αποτελεσμάτων στο ευρύτερο περιβάλλον.


Ηλεκτρονική διακυβέρνηση
Ο «άρτος ο επιούσιος» της διοικητικής μεταρρύθμισης
Γιάννης Καλογήρου, αν. καθηγητής τεχνολογικής οικονομικής και βιομηχανικής στρατηγικής στο ΕΜΠ, Πέτρος Καβάσαλης, αν. καθηγητής πληροφορικής στο πανεπιστήμιο Αιγαίου

Κατά την τρέχουσα αντίληψη η ηλεκτρονική διακυβέρνησηπροσλαμβάνεται με έναν ατελή και ατελέσφορο τρόπο .Εξισώνεται συχνά με κάποιο site ή portal που δημιουργεί ένας δημόσιος οργανισμός ή ένας δήμος για να παρέχει ενημέρωση και κάποιες στοιχειώδεις ηλεκτρονικές υπηρεσίες. Ακόμη χειρότερα, η προώθηση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης ταυτίζεται με ένα πακέτο ασυντόνιστων, αποσπασματικών, πολλές φορές κακοσχεδιασμένων και ασύνδετων μεταξύ τους έργων πληροφορικής και επικοινωνιών που υλοποιούνται από τους διάφορους φορείς της Δημόσιας Διοίκησης και της Αυτοδιοίκησης. Ωστόσο η ηλεκτρονική διακυβέρνηση δεν μπορεί να προκύψει αυτόματα από ένα απλό άθροισμα τέτοιων έργων. Δεν πρόκειται για μια απλή εμφύτευση των αναγκαίων πληροφορικών συστημάτων και δικτυακών υποδομών στον κορμό του δημοσίου τομέα. Αλλωστε η τεχνολογία δεν είναι αυτοσκοπός.
Σημασία έχει η οργανική ενσωμάτωση των Τεχνολογιών Πληροφορικής για:
1) την ποιότητα της δημοκρατίας (καθώς διευκολύνει την καλύτερη τεκμηρίωση των δημόσιων πολιτικών, την ποιότητα των αποφάσεων και τον έλεγχο της υλοποίησής τους, την κοινωνική διαβούλευση και δικτύωση),
2) την εξοικονόμηση πόρων μέσω της αποδοτικότερης διαχείρισής τους (στους προϋπολογισμούς, στις κρατικές προμήθειες, στα τεχνικά έργα, στα τηλεπικοινωνιακά τέλη),
3) την οικονομία της γνώσης, καθώς διαμορφώνει ένα απόθεμα γνώσης που είναι διαθέσιμο στην κοινωνία και που παράγεται από και για τον δημόσιο τομέα,
4) την καλύτερη οργάνωση και εξυπηρέτηση πολιτών, επαγγελματιών και επιχειρήσεων (μέσω της παροχής ηλεκτρονικών υπηρεσιών σε πραγματικό χρόνο),
5) τον εκσυγχρονισμό του κράτους (καθώς ο πολεοδομικός σχεδιασμός, η φορολογία ή η διαχείριση δικτυακών υποδομών θα έχουν την κατάλληλη τεχνολογική υποστήριξη) και
6) την οικοδόμηση μιας νέας σχέσης εμπιστοσύνης κράτους- πολιτών με κύριο γνώρισμα τη διαφάνεια.

Η ανάπτυξη της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης (με άλλα λόγια, η λειτουργική και αναπτυξιακή αξιοποίηση των ΤΠΕ) είναι πολύτιμη
και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στις λειτουργίες και στις δραστηριότητες του δημοσίου τομέα και στον τρόπο οργάνωσης της εργασίας των δημοσίων λειτουργών. Κλειδί για τη λειτουργική και αναπτυξιακή αξιοποίηση των ΤΠΕ αποτελεί η διασύνδεση των τεχνολογικών επενδύσεων με την ανθρώπινη προσπάθεια για την αξιοποίησή τους. Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο ευρωπαίος πρεσβευτής για την Καινοτομία Βengt-Εke Lundval, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Αalborg (στη Δανία): «Η αξιοποίηση των ΤΠΕ πρέπει να συνδεθεί με τη διαχείριση και την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού,που υπερβαίνει την αναγκαία κατάρτιση. Οι άνθρωποι και όχι η τεχνολογία είναι το κλειδί για την ανάπτυξη της καινοτομίας».O Lundval, αναφερόμενος στη μακρόχρονη προσπάθεια της Δανίας να γίνει η πιο προωθημένη χώρα στην αξιοποίηση των ΤΠΕ, επισημαίνει ότι αρχικά οι σχετικές επενδύσεις οδήγησαν σε μείωση της παραγωγικότητας και μόνον όταν συνδυάστηκαν με την ανάπτυξη και την εξοικείωση του ανθρώπινου δυναμικού οδήγησαν σε οφέλη παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Η αξιοποίηση των ΤΠΕ προϋποθέτει και απαιτεί συμπληρωματικά: ενεργά ανθρώπινα δίκτυα, τεχνική υποστήριξη, οργανωτικές και θεσμικές αλλαγές, αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας και, κυρίως, αλλαγές στις νοοτροπίες (π.χ., καταπολέμηση της τεχνοφοβίας), στις αντιλήψεις, στις συμπεριφορές.
Συνοψίζοντας, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση αποτελεί μια νέα κουλτούρα και ένα αναγκαίο εγχείρημα κοινωνικο-τεχνολογικής αλλαγής με σημαντικά οικονομικά και αναπτυξιακά οφέλη.

Η επικαιρότητα της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και τα σημερινά μεγάλα διακυβεύματα της δημόσιας πολιτικής
Η ηλεκτρονική διακυβέρνηση αποτελεί σήμερα μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την επιτυχή αντιμετώπιση σημαντικών προβλημάτων της χώρας και μπορεί να υποστηρίξει πολιτικές πρωτοβουλίες μεγάλης εμβέλειας που προωθεί η νέα κυβέρνηση. Συγκεκριμένα, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση συνδέεται κατ΄ αρχάς με τη διοικητική μεταρρύθμιση, την ορθολογική διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, την πολιτική με επίκεντρο την εξυπηρέτηση του πολίτη και ευρύτερα με την αναζωογόνηση του αναπτυξιακού προτύπου της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Ταυτόχρονα είναι απαραίτητη η διασύνδεση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης με μεγάλους πολιτικούς στόχους, για να δοθεί μια ιδιαίτερη ώθηση στο ίδιο το εγχείρημα της λειτουργικής αξιοποίησης των ΤΠΕ στη Δημόσια Διοίκηση και στην Αυτοδιοίκηση.

Η ηλεκτρονική διακυβέρνηση είναι μια δύσκολη υπόθεση, ειδικότερα στη χώρα μας
Η περιπέτεια της αξιοποίησης της πληροφορικής στην ελληνική Δημόσια Διοίκηση έχει μια μακρά ιστορία περιορισμένων επιτυχιών και επαναλαμβανόμενων αδυναμιών. Τρεις παράγοντες προσφέρουν κάποια εξήγηση:
Πρώτον, η νέα τεχνολογία διαχέεται εύκολα όταν διατίθεται ενσωματωμένη σε τελικά καταναλωτικά προϊόντα (π.χ. κινητή τηλεφωνία, DVD), ενώ η αξιοποίησή της δυσχεραίνεται όταν απαιτείται αφομοίωση, εμβάθυνση και οργανική διασύνδεση
με την οργάνωση της εργασίας και της παραγωγής.
Δεύτερον, η εμμονή στα μεγάλα «ολοκληρωμένα» συστήματα (τις «φάλαινες» της πληροφορικής) και η ελλιπής αντίληψη των καινοτομιών που επιφέρει το Διαδίκτυο στη δομή και στην αρχιτεκτονική των συστημάτων και των παρεχομένων υπηρεσιών (π.χ. Service Οriented Αrchitecture).
Τρίτον, τα έργα πληροφορικής στη Δημόσια Διοίκηση, στη χώρα μας, σχεδιάζονται κατά κανόνα με βάση τις «έτοιμες λύσεις» που διαθέτει ο εκάστοτε προμηθευτής/ανάδοχος και όχι με τις πραγματικές ανάγκες των χρηστών, που άλλωστε- με λίγες εξαιρέσεις- έχουν μικρή γνώση και ακόμη μικρότερη ανάμειξη στον κύκλο της υλοποίησής τους. Τα έργα αυτά, κατά κανόνα, υλοποιούνται σε κλίμακα μεγέθους δυσανάλογη με τις πραγματικές απαιτήσεις, με μεγάλη χρονική καθυστέρηση και σε αναντιστοιχία με τον τεχνολογικό κύκλο που είναι σαφώς βραχύτερος. Ετσι, ένα έργο πληροφορικής συρρικνώνεται στην απλή διαχείριση μιας σύμβασης και απομακρύνεται από την επίλυση του προβλήματος για την αντιμετώπιση του οποίου σχεδιάστηκε.

«Τι να κάνουμε»
Η αποτελεσματική προώθηση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης περιλαμβάνει παρεμβάσεις σε τρεις άξονες:

α) Μετατροπή του κράτους σε ευφυή χρήστη ΤΠΕ Ολη η αλυσίδα παραγωγής διοικητικού έργου οφείλει να ψηφιοποιείται στην πηγή. Η αυτοματοποίηση των διαδικασιών, η εξοικείωση των δημοσίων υπαλλήλων με τη χρήση των ΤΠΕ και η σταδιακή διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος που επιτρέπει την ηλεκτρονική διεκπεραίωση των εργασιών, η συγκρότηση μηχανισμών υποστήριξης της χρήσης, η πλήρης αξιοποίηση του Δικτύου «Σύζευξις», η διαλειτουργικότητα μεταξύ των πληροφορικών συστημάτων του δημόσιου τομέα σε όλες της τις πτυχές (νομοθετική, τεχνολογική, επιχειρησιακή, σημασιολογική) και η αποκατάσταση μιας συνεχούς ροής πληροφοριών και εγγράφων που κάνει περιττή τη συνεχή παρουσία των πολιτών σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες για τη διεκπεραίωση των υποχρεώσεών τους προς τη Διοίκηση (π.χ., ηλεκτρονική διακίνηση πιστοποιητικών μεταξύ δύο υπηρεσιών του Δημοσίου), σε συνδυασμό με πολιτικές και τεχνικές προστασίας των προσωπικών δεδομένων, αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για μια τέτοια εξέλιξη.

β) Αναβάθμιση του κράτους σε ικανό και απαιτητικό αγοραστή Η επιτυχής υλοποίηση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης απαιτεί την αλλαγή στον τρόπο υλοποίησης έργων ΤΠΕ με τη μετατόπιση της έμφασης στο επίπεδο των προσφερομένων υπηρεσιών, την υιοθέτηση λειτουργικών προδιαγραφών, ανοιχτών προτύπων και αρχιτεκτονικών και τη χρήση ανοιχτού λογισμικού, με τη σταδιακή και σπονδυλωτή ανάπτυξη ευέλικτων λύσεων που στηρίζονται στην αξιοποίηση του Διαδικτύου (τα «δελφίνια» της πληροφορικής), την ανάπτυξη μιας εφαρμογής για την πολλαπλή επαναχρησιμοποίησή της, τη συμμετοχή των χρηστών στον σχεδιασμό ενός έργου ΤΠΕ από την αρχική σύλληψη ως την παραγωγική λειτουργία του, την υιοθέτηση συνεργατικών πρακτικών και την αξιοποίηση νέων εργαλείων και τάσεων (cloud computing, software as a service, virtualization κτλ.), με την ανακατανομή των προϋπολογισμών των έργων με τη διάθεση περισσότερων πόρων για τον σχεδιασμό και την παρακολούθηση της υλοποίησης, την ενεργοποίηση των υποψηφίων χρηστών και την υποστήριξη της λειτουργίας τους. Αναφέρουμε ως επιτυχή παραδείγματα άσκησης αυτού του ρόλου του κράτους το Εθνικό Δίκτυο Ερευνας και Τεχνολογίας (http://www. grnet.gr) και, πιο πρόσφατα, το υπό ολοκλήρωση, πιλοτικό, Ενιαίο Διαδικτυακό Περιβάλλον ΟΤΑ για την παροχή Ηλεκτρονικών Υπηρεσιών της ΚΕΔΚΕ.

γ) Πολιτικές για την ανασυγκρότηση της βιομηχανίας πληροφορικής Η ανάπτυξη μιας απαιτητικής και προωθημένης δημόσιας ζήτησης σε συνδυασμό με τον νέο τρόπο σχεδιασμού και υλοποίησης έργων ΤΠΕ και σε συνεργασία με ακαδημαϊκούς και ερευνητικούς φορείς μπορεί να ωθήσει στον αναπροσανατολισμό και στην αναδιάρθρωση της βιομηχανίας πληροφορικής στην Ελλάδα μέσω του μετασχηματισμού των υφισταμένων επιχειρήσεων (και της ανάδειξης νέων) που επενδύουν στη γνώση και στο ανθρώπινο δυναμικό και αναζητούν ευκαιρίες και στις διεθνείς αγορές. Επιπροσθέτως, οι πολιτικές αυτές μπορούν να οδηγήσουν σε αλλαγές στον τρόπο παραγωγής καινοτομιών προς ένα πιο συνεργατικό, ανοιχτό και κατευθυνόμενο από τη χρήση νέο υπόδειγμα.
Εν κατακλείδι, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση δεν είναι και δεν πρέπει να είναι το «παντεσπάνι» της Δημόσιας Διοίκησης. Είναι ο «άρτος αυτής ο επιούσιος».

Ανοιχτό λογισμικό
Ευκαιρία για την ανάπτυξη της τοπικής αγοράς υπηρεσιών;
Θ. Καρούνος, ερευνητής στο εργαστήριο βέλτιστου σχεδιασμού δικτύων της σχολής ηλεκτρολόγων μηχανικών και μηχανικών η/υ στο ΕΜΠ

Το ανοιχτό λογισμικό αποτελεί ένα σύγχρονο μοντέλο ανάπτυξης, διάθεσης και χρήσης λογισμικού που κερδίζει συνεχώς έδαφος διεθνώς. Ανοιχτό είναι το λογισμικό που ο καθένας μπορεί ελεύθερα να χρησιμοποιεί, να αντιγράφει, να διανέμει και να τροποποιεί ανάλογα με τις ανάγκες του. Πρόκειται δηλαδή για ένα εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης και χρήσης λογισμικού, το οποίο βασίζεται στην ελεύθερη διάθεση του πηγαίου κώδικα (σειρά εντολών που γράφονται σε γλώσσα προγραμματισμού υπολογιστών), το οποίο παρέχει τη δυνατότητα αλλαγών ή βελτιώσεων ώστε να καλύπτονται οι απαιτήσεις αυτού που το χρησιμοποιεί.

Σήμερα σε πολλές χώρες το Ελεύθερο Λογισμικό/ Λογισμικό Ανοιχτού Κώδικα (ΕΛ/ΛΑΚ) αποτελεί ισότιμη επιλογή στους διαγωνισμούς του δημόσιου τομέα. Η απήχηση του ΕΛ/ΛΑΚ γίνεται περισσότερο αντιληπτή όταν εταιρείες λογισμικού όπως η ΙΒΜ, η Ηewlett Ρackard κτλ. προσαρμόζουν το επιχειρηματικό μοντέλο τους στα νέα δεδομένα που αυτό δημιουργεί, δηλαδή το λογισμικό είναι πλέον μέσο για την παροχή υπηρεσιών και υποστήριξης λύσεων.
Μερικά από τα αντικειμενικά πλεονεκτήματα του ανοιχτού λογισμικού είναι τα εξής:
α) χρησιμοποιεί ανοιχτά πρότυπα στην κωδικοποίηση των δεδομένων, διασφαλίζοντας την απρόσκοπτη πρόσβαση σε αυτά,
β) είναι ασφαλές γιατί οποιοσδήποτε μπορεί να ελέγξει τις λειτουργίες όλων των υπο-προγραμμάτων,
γ) εξασφαλίζει καλύτερη αξιοποίηση υλικού, αφού δεν απαιτεί συνεχείς αναβαθμίσεις των υπολογιστών για κάθε νεότερη έκδοση του λογισμικού και
δ) διατίθεται ελεύθερα μέσα από το Διαδίκτυο με οδηγίες χρήσης και τεχνική τεκμηρίωση.
Το ΕΛ/ΛΑΚ έχει μια αλληλένδετη και αμφίδρομη σχέση με το Διαδίκτυο. Η ραγδαία εξάπλωση του ΕΛ/ΛΑΚ τα τελευταία 15 χρόνια έχει στηριχθεί στην ευρεία χρήση του Διαδικτύου, αλλά και η ανάπτυξη του Διαδικτύου, ειδικότερα των δικτύων νέας γενιάς, βασίζεται στο Ελεύθερο Λογισμικό. Ολα τα προϊόντα ΕΛ/ΛΑΚ αναπτύσσονται με διαφάνεια συνεργατικά από κοινότητες εθελοντών προγραμματιστών απ΄ όλον τον κόσμο· σήμερα περισσότερα από 150.000 διαφορετικά προϊόντα ΕΛ/ΛΑΚ αναπτύσσονται και συντηρούνται από περίπου 2 εκατομμύρια προγραμματιστές. Τα προγράμματα διορθώνονται και εμπλουτίζονται συνεργατικά μέσω Διαδικτύου και έτσι οι βελτιωμένες εκδόσεις κυκλοφορούν ταχύτατα αντιμετωπίζοντας τα οποιαδήποτε προβλήματα παρουσιάζονται άμεσα.

Στην Ελλάδα περισσότεροι από 4.000 προγραμματιστές και εξειδικευμένοι χρήστες συμμετέχουν σε κοινότητες όπως το ellak.gr, hellug.gr και το athenswireless.net. Μέσα από εθελοντικές πρωτοβουλίες έχουν ελληνοποιηθεί δημοφιλή πακέτα λογισμικού, όπως Μozilla, ΟpenΟffice, ΚDΕ, GΝΟΜΕ κ.ά. και έχουν δημιουργηθεί ελληνικοί οδηγοί χρήσης αυτών των πακέτων.
Το συνεργατικό μοντέλο ανάπτυξης διασφαλίζει την αποτελεσματική αξιοποίηση του χρόνου που αφιερώνει ο κάθε εθελοντής προγραμματιστής, ενώ καθημερινά εκατομμύρια ώρες εργασίας αφιερώνονται για τον σχεδιασμό, την ανάπτυξη, τη βελτίωση και τη δοκιμή δεκάδων χιλιάδων έργων ανοιχτού λογισμικού.
Η μεγάλη χρήση του Ιnternet σε όλον τον κόσμο διαμορφώνει πλέον νέες συνθήκες για το πώς μοιραζόμαστε αυτά που δημιουργούμε ή αγοράζουμε. Σήμερα δεκάδες χιλιάδες αγαθά και προϊόντα, όπως βιβλία, μουσική, βίντεο, άρθρα, φωτογραφίες, διατίθενται και σε ψηφιακή μορφή. Τα ψηφιακά αγαθά έχουν την πολύ σημαντική ιδιότητα ότι είναι άυλα και έτσι όταν μοιραζόμαστε ένα αντίγραφο δεν στερούμαστε το πρωτότυπο.

Αυτή η νέα πραγματικότητα δημιουργεί νέες απαιτήσεις για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, το κοπιράιτ (copyright) ρυθμίζει τα δικαιώματα των δημιουργών. Το copyright θεσμοθετήθηκε αρχικά για να διασφαλίσει τους συγγραφείς από τη μη νόμιμη επανεκτύπωση των βιβλίων τους και στη συνέχεια επεκτάθηκε και σε άλλα έργα.
Το Ιnternet και οι τεχνολογίες ψηφιοποίησης οδήγησαν από πολύ νωρίς σε νέες μορφές αδειοδότησης του ψηφιακού περιεχομένου. Το πρώτο παράδειγμα εναλλακτικής αδειοδότησης είναι το copyleft. Το copyleft αξιοποιεί το θεσμικό πλαίσιο του copyright και το τροποποιεί έτσι ώστε ο δημιουργός να επιτρέπει την ελεύθερη αντιγραφή του έργου του.
Η χρήση του Διαδικτύου από εκατομμύρια χρήστες για τη διακίνηση ψηφιακού περιεχόμενου συνέβαλε στο να επανεξετασθεί και ο τρόπος διάθεσης και του πολιτιστικού περιεχομένου. Το 2001 ο Lawrence Lessig, μέσα από την εμπειρία μιας δικαστικής διαμάχης για την επέκταση της χρονικής περιόδου διαρκείας των πνευματικών δικαιωμάτων, σχεδίασε τις άδειες Creative Commons με στόχο να συμβάλει στο να αρθούν οι ελλείψεις του copyright που εξυπηρετούσε τους δημιουργούς τη μη ψηφιακή περίοδο.

Οι άδειες Creative Commons επιτρέπουν στους δημιουργούς να επιλέξουν τον τρόπο αδειοδότησης των έργων τους και τους χρήστες να χρησιμοποιούν χωρίς νομικά κωλύματα τα έργα που διατίθενται στο Διαδίκτυο. Οι άδειες Creative Commons, όπως και οι άδειες του ανοιχτού λογισμικού, συμβάλλουν στη δημιουργία κοινών ψηφιακών αγαθών που διατίθενται ελεύθερα μέσα από το Διαδίκτυο και διαμορφώνουν τις συνθήκες για την ανάπτυξη νέων μορφών δημιουργικότητας, καινοτομίας, επιχειρηματικότητας, καθώς και νέων μορφών συμμετοχής των πολιτών στα κοινά.
Ενας τρόπος ενίσχυσης του ανοιχτού χαρακτήρα του Διαδικτύου είναι η διάδοση του ανοιχτού λογισμικού και του ελεύθερου περιεχομένου. Με την αύξηση της χρήσης του Ιnternet από όλο και μεγαλύτερο αριθμό πολιτών- στην Ελλάδα σήμερα ένας στους τρεις πολίτες και δύο στους τρεις νέους κάτω των 35 χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο- αυξάνεται η ζήτηση για ελεύθερα διαθέσιμη πληροφορία από τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Η αύξηση της ποιότητας και της ποσότητας της πληροφορίας συμβάλλει και σε αλλαγές που συνδράμουν στην ενδυνάμωση του πολίτη και οδηγούν στη διαμόρφωση νέων σχέσεων με το κράτος και την αγορά, ενώ οι συνεργατικές εφαρμογές και το γρήγορο Ιnternet συμβάλλουν στο να αναπτυχθούν εναλλακτικά και οριζόντια μοντέλα οργάνωσης που καθιστούν προς το παρόν ανέφικτο τον απόλυτο έλεγχο του Διαδικτύου από την αγορά ή/και το κράτος.

Η πρόκληση για την ελληνική αγορά πληροφορικής είναι αν θα μπορέσει να ανασυνταχθεί αξιοποιώντας τις νέες ευκαιρίες που διαμορφώνονται μέσω των νέων τάσεων στις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών που ευνοούν τη συνάθροιση της ζήτησης και την προσφορά «εικονικών υποδομών» (virtual networks, virtual computing, virtual storage, software as a service κτλ.). Οι κρατικές υπηρεσίες, οι πολίτες και οι επιχειρήσεις στρέφονται ολοένα περισσότερο προς υπηρεσίες αρκετές εκ των οποίων δεν εξαρτώνται από τοπικές υποδομές και παρέχονται εξ αποστάσεως. Η πιο βασική μας προτεραιότητα ίσως πρέπει να είναι το πώς θα αναπτυχθεί και στη χώρα μας μια νέα παραγωγική βάση ηλεκτρονικών υπηρεσιών που θα αξιοποιεί πλατφόρμες ανοιχτού λογισμικού και ελεύθερα διαθέσιμο περιεχόμενο.


Εθνική ερευνητική πολιτική...
...και ιδιωτική ανταγωνιστική επιχειρηματικότητα
Ξενοφών Βερύκιος, καθηγητής στο τμήμα χημικών μηχανικών του πανεπιστήμιου Πατρών

H σύνδεση της ερευνητικής δραστηριότητας με τη βιομηχανική εφαρμογή και η εμπορική αξιοποίηση ερευνητικών επιτευγμάτων είναι από τα θέματα που συζητούνται έντονα στη χώρα μας τα τελευταία αρκετά χρόνια. Η πρόοδος που έχει συντελεστεί είναι μικρή, και αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, όπως: η αδιαφορία της βιομηχανίας και η αδυναμία της να ενσωματώσει στην παραγωγική διεργασία καινοτομίες, η καχυποψία των ερευνητών και ερευνητικών φορέων προς τη βιομηχανία και η έλλειψη μηχανισμών οι οποίοι θα βοηθούσαν προς την κατεύθυνση αυτή.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η ερευνητική δραστηριότητα στην Ελλάδα έχει ορισμένα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, όπως:
α) είναι μικρή σε απόλυτα και σχετικά μεγέθη, όπως προκύπτει από τα δαπανώμενα ποσά ως ποσοστό του ΑΕΠ, τον αριθμό των δημοσιεύσεων ανά ερευνητή και τον αριθμό των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που απονέμονται·
β) είναι αποσπασματική και ασυνεχής λόγω της φύσεως και της δομής (spin-off).
γ) είναι περιορισμένης κλίμακας λόγω μη ύπαρξης πυρήνων οι οποίοι να διαθέτουν κρίσιμη μάζα ερευνητών και πόρων·
δ) εξυπηρετεί κυρίως τη μεγάλη ευρωπαϊκή βιομηχανία λόγω των προτεραιοτήτων της ΕΕ και των κριτηρίων αξιολόγησης των ερευνητικών προτάσεων· και
ε) σε πολλές περιπτώσεις είναι υψηλής ποιότητας και ανταγωνιστική, συγκριτικά με την ευρωπαϊκή και διεθνή έρευνα.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει άμεση συσχέτιση μεταξύ της ερευνητικής δραστηριότητας/παραγωγής και της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε κλάδους τεχνολογικής αιχμής αφού το πρώτο (η ερευνητική δραστηριότητα και πρωτίστως η ερευνητική αριστεία) είναι η κινητήρια δύναμη για το δεύτερο. Επίσης πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η επιχειρηματικότητα αυτή μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας, πολύ περισσότερο από τις παραδοσιακές δραστηριότητες, ιδιαίτερα σε ένα άκρως ανταγωνιστικό, σε διεθνές επίπεδο, περιβάλλον. Βασικό ερώτημα είναι αν η ερευνητική δραστηριότητα στη χώρα μας, με τα χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν, μπορεί να δημιουργήσει, να υποστηρίξει και να αναδείξει επιχειρηματικότητα σε κλάδους τεχνολογικής αιχμής.
Επιχειρηματικότητα δηλαδή η οποία έχει τις ρίζες της στα εργαστήρια των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων και η οποία είναι βασισμένη σε επιτεύγματα των χρηματοδοτικών μηχανισμών και λόγω της έλλειψης εθνικής στρατηγικής και εθνικών ή «ιδρυματικών» στόχων·
Ενας μηχανισμός εκμετάλλευσης ερευνητικών επιτευγμάτων, ο οποίος χρησιμοποιείται ευρέως στην Ευρώπη και, κυρίως, στην Αμερική, είναι η δημιουργία εταιρειών υψηλής τεχνολογίας με τη συμμετοχή πανεπιστημίων ή ερευνητικών κέντρων και καινοτομίες που αναπτύχθηκαν σε αυτά (τους λεγόμενους τεχνοβλαστούς, σύμφωνα με την ορολογία της Γενικής Γραμματείας Ερευνας και Τεχνολογίας). Στο παρελθόν υπήρξαν ορισμένες επιτυχημένες προσπάθειες, όπως η Forthnet, η οποία είναι σε όλους γνωστή, και η CΒL Πάτρας, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα των φαρμάκων και πρόδρομων φαρμακευτικών ενώσεων. Τα τελευταία χρόνια, κυρίως με ώθηση από το πρόγραμμα ΠΡΑΞΕ της ΓΓΕΤ, το οποίο χρηματοδοτεί την ανάπτυξη εταιρειών έντασης γνώσης, έχουν γίνει και φαίνεται να αποδίδουν ορισμένες προσπάθειες.

Στη χώρα μας όμως υπάρχουν ισχυροί παράγοντες οι οποίοι δυσχεραίνουν τη δημιουργία και την ανάπτυξη εταιρειών υψηλής τεχνολογίας. Οπως επίσης και την με οποιονδήποτε τρόπο εκμετάλλευση ερευνητικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων.
Ορισμένοι τέτοιοι παράγοντες είναι:
α) Η αδιαφορία της παραδοσιακής βιομηχανίας και των παραδοσιακών επιχειρήσεων για καινοτομία. Σε μεγάλο βαθμό η ελληνική βιομηχανία χρησιμοποιεί ως μοναδικό μηχανισμό μεταφοράς τεχνολογίας την αγορά εξοπλισμού. Λίγες βιομηχανίες είναι διατεθειμένες να αξιοποιήσουν τεχνολογίες που αναπτύσσονται πρωτογενώς στην εγχώρια αγορά. Και πολύ λιγότερες αυτές που είναι διατεθειμένες να συμβάλουν οικονομικά στην ανάπτυξη τεχνολογίας μέσω της έρευνας.
β) Η αδιαφορία του κρατικού μηχανισμού και η παντελής έλλειψη σχεδιασμού και στόχων. Ποτέ, κανένας φορέας δεν ιεράρχησε προτεραιότητες επενδύσεων σε συγκεκριμένους τεχνολογικούς τομείς έτσι ώστε να αναπτυχθεί σε αυτούς κρίσιμη μάζα ερευνητών και δραστηριοτήτων και από αυτήν να δημιουργηθούν τεχνολογικά προϊόντα και υπηρεσίες.
γ) Η έλλειψη μηχανισμών-«θερμοκοιτίδων» νέων επιχειρήσεων. Οι νέες επιχειρήσεις, ειδικότερα οι επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας οι οποίες δραστηριοποιούνται κυρίως στη διεθνή αγορά, αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα στην αφετηρία τους. Για τούτο απαιτούνται μηχανισμοί να τις βοηθήσουν και να διευκολύνουν την πορεία τους. Στη διεθνή πρακτική ένας τέτοιος μηχανισμός είναι τα Τεχνολογικά και Επιστημονικά Πάρκα. Δυστυχώς στη χώρα μας τα Τεχνολογικά Πάρκα έχουν, τα περισσότερα, αποτύχει διότι σχεδιάστηκαν για να αποτύχουν και λόγω της επιβολής σε αυτά απαράδεκτου μοντέλου λειτουργίας.
δ) Η έλλειψη «επιχειρηματικής εκπαίδευσης» και «επιχειρηματικής νοοτροπίας» των ερευνητών.
ε) Η εχθρική ή αδιάφορη αντιμετώπιση από τα Πανεπιστήμια.
στ) Η δυσπιστία των κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου (venture capital) και η έλλειψη κεφαλαίων seed capital.
ζ) Η μη ύπαρξη προσωπικού υψηλού επιπέδου και κατάρτισης· και
η) η γραφειοκρατία του δημόσιου φορέα.

Ολοι αυτοί οι παράγοντες δυσχεραίνουν τη μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας από τα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα προς τη βιομηχανία, την εκμετάλλευση ερευνητικών/τεχνολογικών επιτευγμάτων με οποιονδήποτε τρόπο, και κυρίως την ανάπτυξη επιχειρηματικότητας σε κλάδους τεχνολογικής αιχμής. Υπάρχουν βεβαίως και θετικές πλευρές, όπως το πρόγραμμα ΠΡΑΞΕ της ΓΓΕΤ, το οποίο στηρίζει την ανάπτυξη εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, και η εύκολη σήμερα πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές.

Οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη και, κυρίως, την αξιοποίηση ερευνητικών/τεχνολογικών προϊόντων και υπηρεσιών μπορούν να κωδικοποιηθούν ως εξής: Πρέπει, πρωτίστως, να αυξηθεί σημαντικά η ερευνητική δραστηριότητα στη χώρα μας και να τεθούν προτεραιότητες σε τομείς όπου υπάρχει κρίσιμη μάζα ερευνητών ή άλλο συγκριτικό πλεονέκτημα. Πρέπει να υπάρχει αγορά για τις τεχνολογίες ή τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που αναπτύσσονται. Ως αγορά εννοούμε την παγκόσμια αγορά, διότι η ελληνική αγορά είναι πάρα πολύ μικρή για προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής τεχνολογίας. Η κατάκτηση αυτής της αγοράς είναι μια επίπονη, συνεχής, μακροχρόνια και εξαιρετικά ανταγωνιστική προσπάθεια.
Μια άλλη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη βασικών υποδομών για την παραγωγή των προϊόντων που αναπτύσσονται. Είτε αυτά είναι άυλα προϊόντα είτε, κυρίως, υλικά. Μια πολύπλοκη κατασκευή, για παράδειγμα, μπορεί να είναι πολύ δύσκολο να κατασκευαστεί στην Ελλάδα. Πράγμα το οποίο κάνει το όλο εγχείρημα προβληματικό. Βεβαίως το προϊόν/υπηρεσία πρέπει να είναι εξαιρετικά υψηλής προστιθέμενης αξίας. Τέλος, για να μπορέσει να επιβιώσει μια τέτοια πρωτοβουλία πρέπει να υπάρχει πολύ καλά εκπαιδευμένο προσωπικό όλων των βαθμίδων και να έχει εξασφαλιστεί άνετη, έγκαιρη και μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση.

Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η επιχειρηματική εκμετάλλευση ερευνητικών αποτελεσμάτων και ρηξικέλευθων προϊόντων ή υπηρεσιών στη χώρα μας είναι δύσκολη και προβληματική. Για να βελτιωθεί πρέπει να αυξηθεί σημαντικά η εθνική χρηματοδότηση έρευνας και να εντοπιστούν περιοχές προτεραιότητας, να συνεχιστεί η παροχή χρηματοδότησης σε start-ups, να αλλάξει το κλίμα στο Πανεπιστήμιο σε ό,τι αφορά την επιχειρηματικότητα, να ενεργοποιηθούν τα venture capital και seed capital funds και, τέλος, να ενεργοποιηθούν οι Περιφέρειες (κυρίως αυτές που φιλοξενούν πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα) και να παράσχουν κίνητρα για την εγκατάσταση σε αυτές τέτοιων δραστηριοτήτων. Η σωστή οργάνωση, στελέχωση, χρηματοδότηση και αναβάθμιση των υπαρχόντων Τεχνολογικών Πάρκων θα μπορούσε να ήταν ένα καλό εργαλείο στα χέρια των Περιφερειών.


Η δραστηριότητα ευρεσιτεχνιών
Ελληνες ιδιώτες και αλλοδαπές επιχειρήσεις οι δικαιούχοι των ευρεσιτεχνιών
Δρ Μαρία Μαρκάτου, διδάκτωρ οικονομικού τμήματος του πανεπιστημίου Αθηνών

H συζήτηση γύρω από το θέμα της οικονομικής ανάπτυξης-μεγέθυνσης είναι πάντα επίκαιρη. Η βιώσιμη και διατηρήσιμη δημιουργία πλούτου, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και την αύξηση του επιπέδου διαβίωσης, ήταν, είναι και θα είναι πάντα εθνικός στόχος. Σε αυτόν τον στόχο, ειδικά στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον, η καινοτομία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο. Η ανάπτυξη-μεγέθυνση λοιπόν με έμφαση στην καινοτομία είναι το ζητούμενο. Οι ευρεσιτεχνίες εκφράζουν έναν από τους τρόπους προσέγγισης της καινοτομίας, γιατί αποτελούν το άμεσο προϊόν των δραστηριοτήτων Ε&Α (έρευνας και ανάπτυξης), οι οποίες πραγματοποιούνται από επιχειρήσεις, αλλά όχι μόνο. Ειδικά όμως στο επιχειρησιακό επίπεδο, οι ευρεσιτεχνίες αναπτύσσονται με στόχο το «κέρδος» και αποτελούν ένδειξη για τα εν δυνάμει νέα προϊόντα και τις νέες διαδικασίες που θα εισαχθούν στην αγορά.

Ποιες είναι λοιπόν οι επιδόσεις της Ελλάδας σε αυτόν τον τομέα; Οι ευρεσιτεχνίες στην Ελλάδα κατοχυρώνονται κυρίως από έλληνες ιδιώτες και αλλοδαπές επιχειρήσεις. Περίπου το 50% των αλλοδαπών επιχειρήσεων ανήκει σε μητρικές ή θυγατρικές ομίλων πολυεθνικών επιχειρήσεων οι οποίες προέρχονται από τις ΗΠΑ και λίγες ευρωπαϊκές χώρες. Οι επιχειρήσεις αυτές δραστηριοποιούνται κυρίως στην «παραγωγή χημικών ουσιών και προϊόντων» και αναπτύσσουν ευρεσιτεχνίες οι οποίες σχετίζονται με «διάφορα ιατρικά παρασκευάσματα και είδη καθημερινής φροντίδας».
Μόνο το 15% περίπου του συνόλου των ευρεσιτεχνιών προέρχεται από ελληνικές επιχειρήσεις, οι δραστηριότητες των οποίων συγκεντρώνονται σε λίγους κλάδους (π.χ. κατεργασία προϊόντων αλουμινίου, μηχανήματα συσκευασίας και επεξεργασίας μετάλλων, πλαστικά εξαρτήματασωλήνες, φάρμακα-λιπάσματα και λοιπά είδη διατροφής). Παράλληλα καταγράφεται και ένα σχετικά σημαντικό μερίδιο επιχειρήσεων (17%) οι οποίες αναπτύσσουν ευρεσιτεχνίες αν και ασχολούνται με μη μεταποιητικές δραστηριότητες. Οι επιχειρήσεις είναι σε γενικές γραμμές μικρές σε μέγεθος και προωθούν τα προϊόντα τους στο εξωτερικό, κυρίως στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με διαφορετική όμως ένταση.

Για έναν αρκετά μικρό αριθμό ελληνικών επιχειρήσεων η ανάπτυξη ευρεσιτεχνιών γίνεται με έναν πιο «επίμονο» και συστηματικό τρόπο, δηλαδή καταγράφεται σε αυτές μεγάλη εφευρετική δραστηριότητα. Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτών των επιχειρήσεων ποικίλλουν, ακόμη και μεταξύ αυτών που δραστηριοποιούνται στον ίδιο κλάδο. Σε γενικές γραμμές ωστόσο οι «επίμονοι» δικαιούχοι είναι μικρές και νέες σε ηλικία επιχειρήσεις, αλλά και μεγάλες και εδραιωμένες στον κλάδο και στην Ελλάδα. Ενδεικτικά, λοιπόν, στην ομάδα των «επίμονων» δικαιούχων στις «ηλεκτρικές μηχανές και συσκευές», στην πλειονότητά τους οι επιχειρήσεις έχουν πολύ μικρό μέγεθος, είναι αρκετά νέες σε ηλικία και χαρακτηρίζονται από μεγάλα ποσοστά εξαγωγών σε πολλές και διαφορετικές περιοχές. Παράλληλα οι επιχειρήσεις τείνουν να κατοχυρώνουν στο εξωτερικό, ενώ φαίνεται ότι η κατοχύρωση της πρώτης ευρεσιτεχνίας συμπίπτει χρονικά με την ίδρυση επιχείρησης, δηλαδή η έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας αποσκοπεί στην παραγωγική αξιοποίηση της ευρεσιτεχνίας.

Αυτά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της δραστηριότητας ευρεσιτεχνιών στην Ελλάδα. Σε μια Ελλάδα όπου οι μη μεταποιητικές δραστηριότητες συνεισφέρουν πολύ στη συνολική προστιθέμενη αξία και μόνο το 2% σχετίζεται με τη μεταποίηση υψηλής-μεσαίας τεχνολογίας. Σε μια Ελλάδα όπου οι εξαγωγές σε κλάδους της μεταποίησης με χαμηλή και μεσαία προς χαμηλή τεχνολογία είναι το κύριο χαρακτηριστικό της χώρας. Σε μια Ελλάδα όπου η ακαθάριστη εγχώρια και επιχειρησιακή δαπάνη για Ε&Τ είναι πολύ μικρή, η οποία χρηματοδοτείται και εκτελείται από δημόσιους φορείς κατά 50%. Σε μια Ελλάδα όπου οι ελληνικές αιτήσειςχορηγήσεις ευρεσιτεχνιών στα Γραφεία της Ευρώπης και των ΗΠΑ είναι πολύ λίγες και όπου μόνο στο 35% των ελληνικών επιχειρήσεων καταγράφεται κάποια ρηξικέλευθη δραστηριότητα την περίοδο 2002-2004 (17η θέση σε σύνολο 29 χωρών).

Πώς όμως συνδέεται η παραπάνω ελληνική πραγματικότητα με τα βασικά χαρακτηριστικά της δραστηριότητας ευρεσιτεχνιών; Εστιάζουμε την προσοχή μας σε τέσσερα σημεία.
Πρώτον, η μεγάλη εκπροσώπηση των ελλήνων ιδιωτών σημαίνει ότι ένα μεγάλο τμήμα των εγχώριων δραστηριοτήτων
Ε&Α είναι «ιδιωτικής» φύσης, άτυπες ερευνητικές δραστηριότητες, των οποίων τη μετέπειτα εξέλιξη αγνοούμε, αλλά και δεν μπορούμε να μετρήσουμε. Το μέλλον αυτών των ευρεσιτεχνιών είναι κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένο, γεγονός που αμφισβητεί και την ίδια την «αξία» τους. Ας μην ξεχνούμε άλλωστε ότι πιθανά αυτές οι ευρεσιτεχνίες δεν θα αξιοποιηθούν περαιτέρω στη βιομηχανία, εκτός και αν οι ίδιοι οι ιδιώτες αναλάβουν το κόστος ανάπτυξης και προώθησης αλλά και τη συνολική διαδικασία εφαρμογής τους.
Δεύτερον, η μεγάλη εκπροσώπηση των αλλοδαπών επιχειρήσεων ερμηνεύεται με πολλούς τρόπους. Οι αλλοδαπές επιχειρήσεις κατοχυρώνουν σε μιαν άλλη χώρα αν αυτή διαθέτει μιαν ελκυστική εσωτερική αγορά, αν θεωρείται μια «παγκόσμια», τεχνολογική ή ανοικτή αγορά στη διεθνή αξιοποίηση της τεχνολογίας και αν αποτελεί έναν σημαντικό ανταγωνιστή σε παγκόσμιο επίπεδο. Πέρα όμως από τους παραπάνω λόγους, η ισχυρή παρουσία των αλλοδαπών επιχειρήσεων επιχειρήσεις παράγουν μεν νέα γνώση, αυτή όμως ή δεν μπορεί να ιδιοποιηθεί μέσω των ευρεσιτεχνιών ή προστατεύεται αλλιώς ή απλά δεν προστατεύεται (π.χ. έλλειψη πληροφόρησης).
Τρίτον, η πολύ μικρή εκπροσώπηση των ελληνικών επιχειρήσεων αλλά και τα βασικά τους οικονομικά χαρακτηριστικά απλά επιβεβαιώνουν τόσο τις διάφορες ευρωπαϊκές στατιστικές όσο και τις σχετικές μελέτες (π.χ. ΓΓΕΤ). Ας μην ξεχνούμε άλλωστε ότι οι επιχειρησιακές ερευνητικές δραστηριότητες ανέρχονται στο 0,18% του ΑΕΠ και είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη των 27. Λίγες λοιπόν είναι οι ελληνικές επιχειρήσεις που αναπτύσσουν ευρεσιτεχνίες και αυτό σημαίνει δύο πράγματα: Οι επιχειρήσεις δεν παράγουν νέα γνώση και συνεπώς δεν τίθεται θέμα κατοχύρωσης. Εναλλακτικά οι ίδρυσή της από τους ιδιοκτήτες της. Η αναλογία αυτή γίνεται μία στις πέντε για τους «επίμονους» δικαιούχους. Αυτό το εύρημα συνδέεται με τη μεγάλη εκπροσώπηση των ελλήνων ιδιωτών. Οι πρώτες ενδείξεις δείχνουν ότι πολλοί από αυτούς δεν είναι απλοί ιδιώτες, αλλά εργαζόμενοι-ιδιοκτήτες επιχειρήσεων ή αυτοαπασχολούμενοι επιχειρηματίες, οι οποίοι κατοχυρώνουν σε κάποιο όνομα ιδιώτη και όχι στην επωνυμία της επιχείρησης. Υπάρχει δηλαδή «κρυμμένη» επιχειρηματικότητα. Το ερώτημα είναι πόση είναι και γιατί υπάρχει.
Τέταρτον, οι παραγωγικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων φαίνεται ότι αποτελούν μια μικρογραφία της συνολικής ελληνικής πραγματικότητας. Οι κλάδοι που σχετίζονται με τις «κατασκευές», τον αγροτικό τομέα («αγροχημικά-λιπάσματα») και την «παραγωγή φαρμάκων» είναι οι πλέον σημαντικοί. Το θετικό σε αυτό το εύρημα είναι ότι οι περισσότεροι κλάδοι είναι ταχείας κυρίως και μέσης ανάπτυξης, όπου καταγράφονται και οι μεγαλύτεροι δείκτες παραγωγής. Το αρνητικό αφορά το γεγονός ότι οι ίδιοι κλάδοι χαρακτηρίζονται ως «μεσαίας-χαμηλής» και «χαμηλής τεχνολογίας» σύμφωνα με σχετικά στοιχεία του ΟΟΣΑ.

Κλείνοντας, κάποιος θα αναρωτηθεί αν υπάρχουν αισιόδοξα μηνύματα. Πιστεύουμε πως ναι. Για μία στις δέκα επιχειρήσεις η κατοχύρωση της πρώτης ευρεσιτεχνίας αποτέλεσε το κίνητρο για την υπονοεί και επιβεβαιώνει την εξάρτηση της χώρας από την ξένη τεχνολογία.


 

dot-communism
Ο υπαρκτός ψηφιακός σοσιαλισμός
Αρης Παπαδόπουλος, υποψήφιος διδάκτωρ imperial college Λονδίνο

H κοινοτική διάσταση του Διαδικτύου επεκτείνεται γρήγορα και τείνει να εξελιχθεί στην κυρίαρχη ιδιότητά του. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση του φάσματος των social networks και των διαδικτυακών κολεκτιβιστικών εφαρμογών υπό το πρίσμα ενός νέου, ψηφιακού σοσιαλισμού. Σε πρόσφατο άρθρο του με τίτλο «Ο Νέος Σοσιαλισμός», το περιοδικό «Wired» χωρίζει το φάσμα των social networks σε βαθμίδες: Εν αρχή, οι πλατφόρμες απλού διαμοιρασμού όπως τα peer-to-peer δίκτυα, τα sites Facebook και ΜySpace, που φιλοξενούν τεράστιο όγκο προσωπικών πληροφοριών, και το ΥouΤube. Ακολουθούν sites όπου ο διαμοιρασμός εμπλουτίζεται με ένα είδος, έστω και χαλαρής συνεργασίας, όπως το Flickr, όπου φωτογραφίες κατηγοριοποιούνται διεξοδικά από τους χρήστες, και οι συναθροιστές που αναδεικνύουν ειδήσεις και κείμενα με βάση την ψήφο προτίμησης των χρηστών, όπως το Digg και η ελληνική εκδοχή του, το Βuzz. Στην κορυφή βρίσκονται τα μεγάλης κλίμακας projects στα οποία η συνεργασία είναι εκτεταμένη και οργανώνεται σε κάποια υποτυπώδη δομή που ιεραρχεί τις ευθύνες των χρηστών. Ετσι έχει γραφτεί η Wikipedia και έχουν αναπτυχθεί διαμάντια τού open source κινήματος, όπως το λειτουργικό σύστημα Linux.

Η απόδοση τέτοιων εφαρμογών συνολικά με τον όρο «Νέος Σοσιαλισμός» ίσως κατ΄ αρχήν μοιάζει αυθαίρετη. Η παρομοίωση των συλλογικοτήτων που μορφοποιούνται πάνω στα σύγχρονα κοινωνικά δίκτυα με τον παρωχημένο υπαρκτό σοσιαλισμό ακούγεται αντιφατική. Η αποκεντρωμένη
ad hoc φύση των δικτυακών αλληλεπιδράσεων είναι αντιδιαμετρικά αντίθετη με κάθε έννοια κεντρικής εξουσίας. Τι κοινό έχουν λοιπόν μεταξύ τους εκτός από το συνθετικό social; Ανατρέχοντας (ταυτολογικά) στη Wikipedia, για έναν επιγραμματικό ορισμό του σοσιαλισμού, αυτός περιγράφεται ως ένα σύνολο θεωριών οικονομικής οργάνωσης που υποστηρίζουν τη δημόσια ή άμεση ιδιοκτησία και διοίκηση των μέσων παραγωγής και κατανομής των πόρων από τους εργαζομένους και μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από την ίση πρόσβαση στους πόρους για όλα τα άτομα. Αν αντικατασταθεί η οικονομική με τη δικτυακή οργάνωση, οι εργαζόμενοι με τους χρήστες και η κοινωνία με τις κοινότητες, τότε η χρήση του όρου «ψηφιακός σοσιαλισμός» συγκλίνει όταν οι πόροι αναφέρονται σε ψηφιακά δεδομένα ή και ευρύτερα σε υπολογιστικούς πόρους (όπως, για παράδειγμα, θα συμβαίνει με το προς εκπλήρωση σχέδιο των ψηφιακών κολοσσών για το λεγόμενο cloud computing.
Εχει όμως νόημα μια τέτοια σύγκριση σε οποιοδήποτε επίπεδο άλλο από αυτό του Διαδικτύου; Εχουν οι διαδικτυακές συλλογικότητες πραγματικές κοινωνικές προεκτάσεις στην πολιτική, στην οικονομία και στην επιστήμη, ώστε να στοιχειοθετείται o γενικευμένος μετασχηματισμός από τον ψηφιακό στον νέο σοσιαλισμό;

Οι επιπτώσεις στην πολιτική είναι άμεσες. Υπό την προϋπόθεση ότι πολλά επαγγέλματα βασίζονται στο πλεονέκτημα της πληροφόρησης επί του προκειμένου, το οποίο απολαμβάνουν οι ασκούντες το επάγγελμα σε αντίθεση με το ευρύτερο κοινό που για αυτόν τον λόγο καταφεύγει στις υπηρεσίες τους, τότε η ανεμπόδιστη διακίνηση της πληροφορίας και η ελεύθερη διατύπωση και διανομή απόψεων μέσω των social networks ελέγχει ή και περιορίζει τον ρόλο των πολιτικών εκπροσώπων, υποστηρίζει τη διαφάνεια και προωθεί την αμεσοδημοκρατία.

Το ΜySociety είναι μια open source κοινότητα εθελοντών που διαχειρίζεται έναν αριθμό ιστοτόπων μέσω των οποίων οι βρετανοί πολίτες μπορούν να επικοινωνήσουν και να θέσουν συγκεκριμένα προβλήματα υπ΄ όψιν των πολιτικών αρχόντων σε όλα τα επίπεδα, με σκοπό τη βελτίωση της αντιπροσώπευσης. Το WikiLeaks παρέχει ένα αμφιλεγόμενο σύστημα μέσω του οποίου απόρρητα κυβερνητικά έγγραφα μπορούν να δουν το φως της δημοσιότητας με τρόπο νόμιμο (σύμφωνα με τους διαχειριστές του) που ταυτόχρονα διασφαλίζει την ανωνυμία της πηγής της διαρροής. Το 2007 το WikiLeaks δημοσίευσε έγγραφο που αφορούσε την καταρρεύσασα τράπεζα Νorthern Rock, το οποίο η βρετανική κυβέρνηση αποδείχτηκε ανίκανη να κατεβάσει από τον ιστοτόπο, παρ΄ όλες τις προσπάθειες που κατέβαλε.

Ενα βήμα παραπέρα, τα social networks έχουν διαδραματίσει ζωτικό ρόλο σε περιόδους κοινωνικής αναταραχής ή διατάραξης της δημοκρατίας διεθνώς και μάλιστα με τρόπο που επηρεάζει τα γεγονότα. Η χρήση του Τwitter ως μέσου επικοινωνίας κατά τη διάρκεια των γεγονότων στις πρόσφατες εκλογές στη Μολδαβία και στο Ιράν, χαρακτηρίστηκε με μία ακόμη ιδεολογικά φορτισμένη λέξη: επανάσταση (για παράδειγμα: «Το Τwitter στα οδοφράγματα» των «Νew Υork Τimes»). Εκεί που οι δημοσιογράφοι στερούνται πρόσβασης λόγω των επιβεβλημένων από τα καθεστώτα απαγορεύσεων, το Τwitter επέτρεψε τη διανομή της πληροφορίας από τους αυτόπτες μάρτυρες προς το ευρύ κοινό. Ο ρόλος του Τwitter κατά τη διάρκεια των ταραχών του Δεκεμβρίου στην Αθήνα για τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου έφτασε να γίνει ακόμη και επιχειρησιακός. Μαθητές χρησιμοποίησαν την υπηρεσία για να συντονιστούν, εγκατέλειψαν ομαδικά τα σχολεία και συγκεντρώθηκαν έξω από αστυνομικά τμήματα με επακόλουθο τις γνωστές εξελίξεις.

Στον οικονομικό τομέα, το Κiva επιτρέπει ένα είδος peer-to-peer δανεισμού με μοναδικό κίνητρο την αρωγή προς πρόσωπα που επιχειρούν με πενιχρά οικονομικά μέσα κάτω από συνθήκες φτώχειας, χωρίς οικονομικό όφελος για τους δανειστές. Στο επιστημονικό πεδίο, μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης απόπειρας επίλυσης μαθηματικού προβλήματος μέσω συνεργασιακού blog (Gower΄s blog6), τρία νέα polymath projects, όπως επικράτησε να αποκαλούνται, βρίσκονται σε εξέλιξη:

Η μηχανική που διέπει τον σχηματισμό και τη λειτουργία των social networks είναι πολύπλοκη και κατά περίπτωση εξαρτώμενη από τις παραμέτρους και ιδιαιτερότητες της εκάστοτε εφαρμογής. Ωστόσο το κίνητρο είναι κοινό και δεν εντοπίζεται στο συλλογικό επίπεδο κατά πρωτεύοντα λόγο, αλλά στο ατομικό. Είναι αφενός η απόκτηση γνώσεων είτε μέσω της εθελοντικής εργασίας στο καθορισμένο από την κοινότητα αντικείμενο είτε μέσω της απλής πληροφόρησης, και αφετέρου η αναγνώριση του χρήστη μέσα στα όριά της. Αυτά τα δύο δρουν κατ΄ επέκταση προστατευτικά και εξελικτικά για την ίδια την κοινότητα. Τα social networks προσφέρουν ένα πεδίο δημιουργικής ισορροπίας με την ανάδειξη της ατομικής δραστηριότητας μέσα στο πλαίσιο ενός συλλογικού εγχειρήματος, απαλλαγμένο από τα συνήθη οικονομικά κίνητρα. Συχνά η εμπιστοσύνη που αναπτύσσεται ανάμεσα σε πυρήνες χρηστών δρα σαν συνεκτική δύναμη για την κοινότητα συνολικά. Αν λοιπόν «ένας άλλος κυβερνοχώρος είναι εφικτός» (κατά παράφραση του γνωστού ακτιβιστικού συνθήματος), μένει να δούμε τις μελλοντικές του επιπτώσεις στον πραγματικό κόσμο.


Αρθρα:
[1] «Τhe Νew Socialism», Wired magazine, Ιούνιος 2009.
[2] «Τhe Cloud is the Computer», Spectrum magazine (Ιnstitute of Εlectrical and Εlectronics Εngineering), Αύγουστος 2008.
[3] «Τech Τitans Βuilding Βoom», Spectrum magazine (Ιnstitute of Εlectrical and Εlectronics Εngineering), Φεβρουάριος 2009.
[4] «Τwitter on the Βarricades», Νew York Τimes, Ιoύνιος 2009.
Σύνδεσμοι:
[5] «Ιs massively collaborative mathematics possible?», Gowers΄s blog.
Βιβλία:
«We-Τhink: Μass innovation, not mass production», Charles Leadbeater.
«Ηere Comes Εverybody: Ηow Change Ηappens When Ρeople Come Together», Clay Shirky.
«Τhe Wealth of Νetworks: Ηow Social Ρroduction Transforms Μarkets and Freedom», Y. Βenkler.
«Wikinomics», Don Tapscott,Αnthony Williams.

 

01/01/2010 - Το Βήμα Ιδεών

δημοψήφισμα

Νέα επικαιρότητας: Ποιότητα ή ποσότητα;