28 Μαϊου 2011
Posted in
Επικαιρότητα
Τα νέα μέσα ενημέρωσης στο Διαδίκτυο διευρύνουν την απήχησή τους, αλλά η βιωσιμότητα και η αξιοπιστία τους δεν είναι δεδομένες...
Η νύχτα της Πρωτομαγιάς ήταν πολύ μακριά για τον κεντρικό παρουσιαστή ειδήσεων του CNN, Γουλφ Μπλίτζερ. Μια ασυνήθιστη νευρικότητα, αμηχανία θα έλεγε κανείς, αντικατοπτριζόταν στο πρόσωπο του έμπειρου δημοσιογράφου, καθώς πάλευε με τον εαυτό του για να μην του ξεφύγει στον αέρα αυτό που εννέα εκατομμύρια Αμερικανοί είχαν ήδη πληροφορηθεί από το Διαδίκτυο: ο Οσάμα μπιν Λάντεν ήταν νεκρός! Η είδηση είχε βγει στο Twitter στις 10.25 μ.μ. (ώρα Ανατολικής Ακτής ΗΠΑ), αλλά ο Μπλίτζερ περίμενε είκοσι ολόκληρα λεπτά μέχρις ότου οι συνάδελφοί του, από το Πακιστάν μέχρι την Ουάσιγκτον και την αίθουσα σύνταξης στην Ατλάντα, ελέγξουν την αξιοπιστία των επίμονων διαδόσεων.
Στο περιστατικό αυτό συμπυκνώνονται οι αντιφάσεις των νέων, διαδικτυακών μέσων ενημέρωσης, που ανταγωνίζονται με ολοένα και μεγαλύτερη επιτυχία τα παραδοσιακά, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για το νεανικό κοινό. Στον τομέα της ταχύτητας, η υπεροχή τους είναι συντριπτική -πώς να ανταγωνιστείς ένα μέσο σαν το Twitter, όπου οποιοσδήποτε, από οπουδήποτε, μπορεί μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα να χτυπήσει 140 χαρακτήρες και να τους στείλει με την ταχύτητα του φωτός σε όλα τα σημεία του πλανήτη; Την επόμενη φορά, ο όποιος Μπλίτζερ θα χρειαστεί να παλέψει ακόμη πιο σκληρά με τον εαυτό του για να συγκρατηθεί από τον πειρασμό και να μην ξεφουρνίσει τη «μισοψημένη» είδηση πριν από την ώρα της.
Αλήθειες και ψέματα
Από την άλλη πλευρά, ό,τι κερδίζεται σε ταχύτητα χάνεται σε αξιοπιστία και αρτιότητα. Στη μια πραγματική είδηση αντιστοιχούν δέκα ψευδείς φήμες, εκατό υπερβολές με κάποια ψήγματα αλήθειας και χίλια θραύσματα πληροφορίας χωρίς νόημα. Απειρα βίντεο κυκλοφορούν αυτούς τους μήνες στο YouTube για τις αραβικές εξεγέρσεις, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αδύνατο να πιστοποιηθεί ποιος σκοτώνει ποιον, πού και πότε τραβήχτηκαν. Εν ολίγοις, η αναλογία του «σήματος» προς τον «θόρυβο» είναι πολύ μικρότερη από ό,τι συμβαίνει στα παραδοσιακά μέσα και το φιλτράρισμα όχι πάντα εύκολο.
Η άνοδος των νέων μέσων στις προτιμήσεις του κοινού εμφανίζεται ακαταμάχητη. Το 2008, για πρώτη φορά περισσότεροι Αμερικανοί απάντησαν ότι ενημερώνονται κυρίως από το ίντερνετ παρά από εφημερίδες. Μελέτη του κέντρου ερευνών Pew κατέταξε τους Αμερικανούς σε τρεις κατηγορίες: πρώτα έρχονται οι «παραδοσιακοί», που ενημερώνονται κυρίως από τα κλασικά μέσα ενημέρωσης (εφημερίδες, τηλεόραση, ραδιόφωνο) και υπολογίζονται στο 46% των πολιτών. Ακολουθούν οι «συνθετικοί», που συνδυάζουν παραδοσιακά και διαδικτυακά μέσα, αντιστοιχούν στο 23% του συνόλου και προέρχονται κυρίως από τις ενδιάμεσες ηλικίες της πληθυσμιακής έκρηξης. Τέλος, οι «καλωδιωμένοι» στηρίζονται κυρίως στο διαδίκτυο, αντιπροσωπεύουν το 13%, αλλά με τάσεις γρήγορης αύξησης και, προβλέψιμα, προέρχονται κυρίως από το μορφωμένο, νεανικό κοινό.
Η εξέλιξη αυτή έχει την αντανάκλασή της στο οικονομικό επίπεδο. Την τελευταία δεκαετία, το μερίδιο των εφημερίδων στα κέρδη της διεθνούς βιομηχανίας των μίντια έπεσε από το 40% στο 14%, ενώ τα διαδικτυακά μέσα είδαν το δικό τους μερίδιο να εκτοξεύεται από το 4% στο 22%. Ωστόσο, δεν πρόκειται για παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπου ό,τι χάνει ο ένας το κερδίζει ο άλλος, κάτι που θα διατηρούσε τις θέσεις εργασίας και τις αμοιβές των δημοσιογράφων σε λίγο-πολύ σταθερά επίπεδα. Αντίθετα, η μετατόπιση εξελίσσεται σε περιβάλλον συρρίκνωσης του συνόλου του Τύπου, που παίρνει διαστάσεις πραγματικής καταστροφής. Αλλη έρευνα του Pew αποκάλυψε ότι την τελευταία δεκαετία απολύθηκε το ένα τρίτο των επαγγελματιών δημοσιογράφων στις ΗΠΑ και ότι μόνο το πρώτο τρίμηνο του 2011 οι απολύσεις έφτασαν τις 11.000. Αν και υπάρχουν εξαιρέσεις, τα εμπορικά, διαδικτυακά μέσα δεν έχουν ακόμη αποδείξει την οικονομική τους βιωσιμότητα.
Αιτιολογημένες ενστάσεις διατυπώνονται και ως προς την πρωτοτυπία μεγάλου μέρους της διαδικτυακής ενημέρωσης. Ναι, οι πηγές πληροφόρησης μεγεθύνονται εκθετικά, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις τα νέα μέσα αναπαράγουν ειδήσεις που προέρχονται από ολιγάριθμες εφημερίδες και κανάλια. Οταν ο διευθυντής των New York Times, Μπιλ Κέλερ, ρωτήθηκε στη διάρκεια τηλεοπτικής συζήτησης αν ενοχλείται από τη θεαματική επιτυχία της ενημερωτικής ιστοσελίδας HuffingtoPost, απάντησε: «Την τελευταία φορά που ήμουν στη Βαγδάτη, δεν είδα κάποιο γραφείο της HuffingtoPost ή της Google». Ακόμη και ένας κατ' εξοχήν άνθρωπος του ίντερνετ, όπως ο ιδρυτής των WikiLeaks Τζούλιαν Ασάντζ μετρίασε τις υπερβολικές εκτιμήσεις για τον ρόλο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (Facebook, Twitter, YouTube) στις αραβικές εξεγέρσεις, δηλώνοντας ότι «ασφαλώς έπαιξαν ένα ρόλο, ο οποίος όμως δεν είναι συγκρίσιμος με εκείνον που έπαιξε το Al Jazeera».
Το τελευταίο διάστημα, η απόλυτη υπεροχή των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης στο πεδίο του πρωτογενούς ρεπορτάζ αρχίζει να μετριάζεται από τις επιδόσεις ορισμένων (ελάχιστων για την ώρα) διαδικτυακών μέσων. Το πιο επιτυχημένο από αυτά είναι το αμερικανικό ProPublica, που πήρε πριν από ένα μήνα το πρώτο βραβείο Πούλιτζερ (το αντίστοιχο του Οσκαρ στην ενημέρωση) που απονεμήθηκε ποτέ σε διαδικτυακό μέσο.
Μεγάλες επιτυχίες
Πέρυσι, η ιστοσελίδα του ProPublica δέχθηκε επισκέψεις από 13 εκατομμύρια Αμερικανούς, υπερδιπλασιάζοντας το κοινό της μέσα σε ένα χρόνο. Προσλαμβάνει έμπειρους δημοσιογράφους πλήρους απασχόλησης, με αποκλειστικό αντικείμενο την ερευνητική δημοσιογραφία. Η στρατηγική αυτή απέφερε μεγάλες επιτυχίες, όπως τα πολύκροτα ρεπορτάζ για τα Goldeboys της Γουόλ Στριτ και τις ευθύνες τους για την οικονομική κρίση, για τον τυφώνα «Κατρίνα» και τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών στη Νέα Ορλεάνη, για την άθλια κατάσταση ιδιωτικών ψυχιατρείων που οδηγούν σε πρόωρο θάνατο ασθενείς επιδιώκοντας το μέγιστο κέρδος κ.ά. Η ProPublica αυτοπαρουσιάζεται ως μη κερδοσκοπική εταιρεία υπεράσπισης του δημοσίου συμφέροντος από την ιδιωτική ασυδοσία, «μέσω μιας δημοσιογραφίας που ρίχνει φως στην εκμετάλλευση των αδύνατων από τους ισχυρούς και στις αποτυχίες των ανθρώπων της εξουσίας να δικαιώσουν τις ελπίδες αυτών που τους εξέλεξαν».
Οπως συμβαίνει, συνήθως, η πραγματικότητα είναι λιγότερο ρομαντική από τις διακηρύξεις: Η ProPublica έχει την πολυτέλεια να κάνει ό,τι κάνει γιατί χρηματοδοτείται από ένα ζευγάρι ζάπλουτων τραπεζιτών, οι οποίοι εννοούν να παρέμβουν στην αμερικανική πολιτική ζωή. Ο διευθυντής της ιστοσελίδας, Πολ Στάιγκερ, πρώην διευθυντής σύνταξης της Wall Street Journal, δεν είναι το καλύτερο παράδειγμα Ρομπέν των Δασών και οι διακηρύξεις του υπέρ των φτωχών δεν τον εμποδίζουν να εισπράττει από τη μη κερδοσκοπική ιστοσελίδα ετήσιες αποδοχές της τάξης των 600.000 δολαρίων. Με αυτά τα δεδομένα, το μοντέλο της ProPublica δεν εμφανίζεται ούτε ιδανικό ούτε εύκολα γενικεύσιμο. Θέτει όμως ένα άκρως σημαντικό ερώτημα: κατά πόσο σε εποχή δεινής κρίσης του Τύπου, η αξιόπιστη, ποιοτική δημοσιογραφία και κυρίως η πολύ απαιτητική, χρονοβόρα και δαπανηρή ερευνητική δημοσιογραφία (που είναι η βάση της ενημέρωσης) μπορεί να επιβιώσει στο πλαίσιο κερδοσκοπικών επιχειρήσεων ή πρέπει με κάποιο τρόπο να γίνει δημόσιο αγαθό, με τη στήριξη μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων.
Οι τραπεζίτες γίνονται φιλάνθρωποι, αλλά τα παλιά χούγια δεν φεύγουν εύκολα...
Οταν ο μεγιστάνας του Τύπου Ρούπερτ Μέρντοχ εξαγόραζε τη Wall Street Journal, το καλοκαίρι του 2007, ο διευθυντής σύνταξης, Πολ Στάιγκερ, συνταξιοδοτούνταν υποχρεωτικά, έχοντας κλείσει τα 65 χρόνια και αναζητούσε απασχόληση. Τη βρήκε πολύ γρήγορα χάρη σε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι φιλελεύθερων τραπεζιτών, του Χερμπ και της Μάριον Σάντλερ. Εχοντας μόλις αποθησαυρίσει 2,4 δισ. δολάρια από την πώληση της τράπεζάς τους, οι δύο κεφαλαιούχοι είχαν βαλθεί να σώσουν την ερευνητική δημοσιογραφία από τις αδυσώπητες μυλόπετρες του οικονομικού ανταγωνισμού –τουλάχιστον, αυτό ισχυρίζονταν. Ανέθεσαν λοιπόν, με το αζημίωτο, στον Στάιγκερ να δημιουργήσει μια μη κερδοσκοπική, ενημερωτική ιστοσελίδα προσλαμβάνοντας καταξιωμένους ρεπόρτερ και προσέφεραν επαρκή κεφαλαιακή βάση για το ξεκίνημα της προσπάθειας –μια βάση που διευρύνθηκε στη συνέχεια και από άλλα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα, όπως και από εισφορές απλών πολιτών. Κάπως έτσι γεννήθηκε η πολλά υποσχόμενη ProPublica.
«Σε μια χώρα που υποστηρίζει την κλασική μουσική, τα μουσεία, κλινικές και πανεπιστήμια με μη κερδοσκοπικά ιδρύματα και εισφορές, η υποστήριξη ορισμένων ειδών δημοσιογραφίας έχει νόημα», δηλώνει ο Χερμπ Σάντλερ. Ωστόσο, οι υποσχέσεις για πλήρη ανεξαρτησία της ιστοσελίδας από επιχειρηματικά συμφέροντα, πολιτικές προτιμήσεις και ιδεολογικές εμμονές συγκρούονται με την ασφυκτική εξάρτησή της από μία πηγή χρηματοδότησης. Αλλωστε, οι Σάντλερ παρεμβαίνουν ενεργητικά στην πολιτική ζωή, υποστηρίζοντας οικονομικά και πολιτικά τον Μπαράκ Ομπάμα και την πρόεδρο της Βουλής, Νάνσι Πελόζι, και δημιουργώντας ισχυρής επιρροής think tank, όπως το Κέντρο για την Αμερικανική Πρόοδο.
Οπως έγραψε δε σε σχετικό αφιέρωμα το κυριακάτικο περιοδικό των New York Times, εννοούν να ελέγχουν άμεσα όλα τα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που χρηματοδοτούν και ζητούν από τους συνεργάτες –υπαλλήλους στις φιλανθρωπικές τους δραστηριότητες να είναι «παραγωγικοί» και «ανταγωνιστικοί» με τον ίδιο πυρετικό τρόπο που θα έκαναν σε μια κλασικά καπιταλιστική, κερδοσκοπική επιχείρηση.
Δύσκολος αγώνας επιβίωσης
Μπορεί τα διαδικτυακά μέσα να μην επιβαρύνονται με έξοδα εκτύπωσης και διακίνησης, αλλά η οικονομική επιβίωσή τους είναι κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη, αφού στηρίζονται κατά πολύ μεγάλο ποσοστό στη διαφημιστική δαπάνη, η οποία συρρικνώνεται εξ αιτίας της κρίσης σε όλα τα μέσα ενημέρωσης. Επιπλέον, τα νέα μέσα αντιμετωπίζουν μια πρόσθετη δυσκολία, την πτώση της αξίας της διαφήμισης στο Διαδίκτυο. Πριν από μία δεκαετία, πολλές εταιρείες πλήρωναν μεγάλα ποσά για να διαφημίσουν τα προϊόντα τους στο νεανικό, δυναμικό κοινό των νέων, ορμητικά ανερχόμενων μέσων. Σήμερα, έρευνες αγοράς δείχνουν ότι στις 1.000 διαφημίσεις που ξεπετάγονται στις ηλεκτρονικές σελίδες των εφημερίδων, οι χρήστες κάνουν «κλικ» μόνο σε... δύο, αγνοώντας τις 998! Φυσικό είναι οι τιμές των διαφημίσεων στο Διαδίκτυο να πέφτουν κατακόρυφα.
Οπως πάντα, η καπιταλιστική αγορά εφευρίσκει νέα προϊόντα για να εκμεταλλευθεί ακόμη και τις ίδιες τις πληγές της. Να λοιπόν που εμφανίζονται διαφημιστικές εταιρείες, οι οποίες «κατασκοπεύουν» τους υποψήφιους πελάτες παρακολουθώντας τις συναλλαγές τους μέσω ίντερνετ, έτσι ώστε να τους πασάρουν τη διαφήμιση την κατάλληλη στιγμή, όταν είναι πιο πιθανό να ενδιαφερθούν για το διαφημιζόμενο προϊόν (π.χ. μπίρα την ώρα που θα δουν τον τελικό του κυπέλλου ποδοσφαίρου, καμπριολέ αυτοκίνητο ένα ηλιόλουστο Σαββατοκύριακο κ.λπ.). Οι ίδιες εταιρείες κάνουν ένα είδος «δημοπρασίας», προσφέροντας στους διαφημιζόμενους πακέτα ειδικά στοχευμένων διαφημίσεων. Το ερώτημα είναι, βέβαια, αν αυτές οι πρακτικές προσκομίζουν μεν κάποια βραχυπρόθεσμα οφέλη σε μεμονωμένες εταιρείες, μόνο και μόνο για να μειώσουν τη συνολική διαφημιστική πίτα –συνεπώς και τα έσοδα των νέων μέσων, μακροπρόθεσμα.
Το τελευταίο διάστημα, ολοένα και περισσότερες εφημερίδες κύρους σε Ευρώπη και Αμερική καταργούν τη δωρεάν πρόσβαση στην ιντερνετική τους έκδοση και απαιτούν μηνιαία συνδρομή ή καταβολή κάποιου ποσού για την αγορά μεμονωμένων άρθρων. Αλλά η κρίση ωθεί σε επινοήσεις όχι μόνο τους ιδιοκτήτες, αλλά και τους δημοσιογράφους. Ενα από τα τελευταία παραδείγματα είναι η ιστοσελίδα Spot.Us, όπου δημοσιογράφοι παρουσιάζουν μια ιδέα για ένα αξιόλογο ρεπορτάζ και ζητούν χρηματοδότηση από το κοινό για να την υλοποιήσουν. Αν αυτό αποτελεί μια μορφή κοινωνικοποίησης ή επαιτείας, επαφίεται στην κρίση του φιλοθεάμονος κοινού.
Αριάνα Χάφινγκτον - Το μεγάλο ξεπούλημα
«Οι μπλόγκερ που συμμετείχαν στο Huffington Post μετατράπηκαν σε σύγχρονους σκλάβους για τη φυτεία της Αριάνας»! Μ’ αυτό τον αφορισμό ο δικηγόρος Τζόναθαν Τασίνι δικαιολόγησε την αγωγή 9.000 μπλόγκερ της Huffington Post εναντίον της ελληνικής καταγωγής Αριάνας Στασινοπούλου - Χάφινγκτον, δημιουργού της δημοφιλούς ιστοσελίδας, την οποία πούλησε πρόσφατα στην εταιρεία America On Line (AOL) έναντι 316 εκατ. δολαρίων χωρίς να παραχωρήσει ούτε την παραμικρή αμοιβή στους μπλόγκερ και συντελεστές της, πολλοί εκ των οποίων ήταν διάσημοι δημοσιογράφοι, διανοούμενοι και πολιτικοί.
Δεν είναι βέβαιο ότι όσοι κατηγορούν την Ελληνοαμερικανίδα σταρ των μίντια για ψηφιακό φεουδαρχισμό θα δικαιωθούν στα δικαστήρια. Ο εκπρόσωπός της, Μάριο Ρουίζ, δήλωσε ωμά ότι «οι μπλόγκερς χρησιμοποιούσαν την πλατφόρμα για προβολή και διασυνδέσεις», επομένως δεν δικαιούνται ούτε σεντ. Στο ηθικό επίπεδο, όμως, η Χάφινγκτον παραμένει σοβαρά εκτεθειμένη: Διότι είναι άλλο πράγμα να γράφει κανείς αφιλοκερδώς για μια ιστοσελίδα-φάρο της αμερικανικής Αριστεράς, μοντέλο συνεργατικής δημοσιογραφίας και άλλο να βλέπει ότι η ιστοσελίδα ξεπουλιέται σε μια ιδιωτική εταιρεία, γίγαντα του Διαδικτύου, με τεράστιο προσωπικό κέρδος για την κ. Χάφινγκτον, χωρίς αυτή να αισθάνεται την ανάγκη για μια έστω συμβολική αμοιβή στους ανθρώπους που χάρισαν το κύρος και την εμβέλεια στο προϊόν της. Ο κυνικός αφορισμός κατά τον οποίο στην Αμερική όλες οι επαναστάσεις αρχίζουν με κάτι σαν Γούντστοκ και καταλήγουν στη Γουόλ Στριτ βρίσκει άλλο ένα πάτημα.
Γεννημένη στην Αθήνα το 1950, με οικονομικές σπουδές στο Κέμπριτζ και θητεία στο BBC, η Αριάνα Στασινοπούλου έφυγε για τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1980, όπου επιδόθηκε στη συγγραφή βιογραφιών, οι οποίες, αν και συνοδεύτηκαν από επιθέσεις για λογοκλοπή, γνώρισαν εμπορική επιτυχία. Συντηρητικών αντιλήψεων, παντρεύτηκε τον εκατομμυριούχο και μετέπειτα βουλευτή των Ρεπουμπλικανών Μάικλ Χάφινγκτον. Ο γάμος τους δεν ευτύχησε, λόγω των αμφισεξουαλικών διαθέσεων του συντηρητικού βουλευτή, άφησε όμως πίσω του στην Αριάνα μεγάλη περιουσία και ισχυρές διασυνδέσεις, πλεονεκτήματα τα οποία της επέτρεψαν να κάνει σταδιοδρομία στον χώρο των διαδικτυακών μέσων.
Επιχειρηματικό δαιμόνιο, η Αριάνα Χάφινγκτον δεν διακρίνεται για την πολιτική της συνέπεια. Οπαδός του Ρόναλντ Ρέιγκαν τη δεκαετία του ’80 και σύμβουλος του ηγέτη των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, Νιουτ Γκρίνγκριτς, τη δεκαετία του ’90, άλλαξε στρατόπεδο στις προεδρικές εκλογές του 2004, υποστηρίζοντας τον Δημοκρατικό Τζον Κέρι. Και μπορεί μεν ο Κέρι να ατύχησε στις εκλογές, αλλά η Χάφινγκτον, που οσφραινόταν τη μεταστροφή του κλίματος εναντίον του Μπους, δικαιώθηκε στην επιλογή της να δημιουργήσει την επόμενη χρονιά το Huffington Post, με ανοιχτά φιλελεύθερη - Δημοκρατική γραμμή, σε μετωπική ρήξη με το συντηρητικό Drudge Report. Η μαχητική καμπάνια του Huffington Post εναντίον του πολέμου στο Ιράκ και όλων των υποστηρικτών του, ακόμη και της ναυαρχίδας του «Δημοκρατικού» Τύπου, των New York Times, του χάρισε την αίγλη της εναλλακτικής πηγής ενημέρωσης και εκτόξευσε στα ύψη το αναγνωστικό του κοινό.
Οπου έρχεται, τον περασμένο Φεβρουάριο, το αστροπελέκι σε ξάστερο ουρανό: Η εταιρεία του Διαδικτύου AOL ανακοινώνει την εξαγορά της κερδοφόρας Huffington Post αντί 316 εκατ. δολαρίων, μαζί με την απόλυση 9.500 «υπαλλήλων» της. Οι Αμερικανοί φιλελεύθεροι απογοητεύονται και εξοργίζονται, καθώς η αλλαγή ιδιοκτησίας συνοδεύεται από το τέλος του συνεργατικού μοντέλου και την αλλαγή της πολιτικής γραμμής της ιστοσελίδας. Αλλά η κ. Χάφινγκτον έχει έτοιμη την απάντηση: «Είναι καιρός να ξεπεράσουμε το ρήγμα Δεξιάς - Αριστεράς», δηλώνει στον Τύπο. Το ίδιο ακριβώς που είχε δηλώσει το 2004, όταν υπερπηδούσε το ίδιο ρήγμα, κατά την ανάστροφη φορά…
Πηγή: kathimerini.gr
τελευταία άρθρα
- Ασφάλεια των δεδομένων μας: Μια εξαρχής χαμένη υπόθεση...
- Πώς η Tesla επαναστατικοποίησε την ηλεκτροκίνηση
- Terramaster F4-423: Το NAS που θέλει να τα κάνει όλα (και να συμφέρει)
- Synology DS923+
- Συγκριτικό δωρεάν NAS προγραμμάτων 2023
- Windows 11
- Apple M1: Επανάσταση στους επεξεργαστές ή κόλπο του (Apple) marketing;
- USB 4.0 - Το next big thing της πληροφορικής
- Εξηγώντας το SMR σκάνδαλο των κατασκευαστών σκληρών δίσκων
- Συγκριτικό προγραμμάτων NAS, έτος 2020
δημοφιλή άρθρα / νέα
- Οι ελληνικές εφημερίδες στο διαδίκτυο
- Ducky 1008 Black ALPS: Ένα φθηνό gaming keyboard
- Σπάζοντας το WPA/WPA2 ασύρματο δίκτυο σε λίγες ώρες
- Chat Roulette: Νέα μόδα online chat
- Συγκριτικό WinZip vs. WinRar vs. 7-Zip: Ποιο είναι το καλύτερο συμπιεστικό σήμερα;
- Πώς να κάνετε τον υπολογιστή σας γρηγορότερο σε 5'
- ΟΣΕ: Κράτηση εισιτηρίων μέσω διαδικτύου
- Digea: Γιατί η ψηφιακή τηλεόραση δεν έχει την ποιότητα εικόνας που θα θέλαμε;
- Ποια κάρτα γραφικών να αγοράσω;
- Φτηνά laptop: Compaq Presario CQ61 - 410SV